Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ (2014)
(OCULUS)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Φλάναγκαν
- ΚΑΣΤ: Κάρεν Γκίλαν, Μπρέντον Θουέιτς, Κέιτι Σάκοφ, Ρόρι Κοχρέιν, Αναλίζ Μπάσο, Γκάρετ Ράιαν, Τζέιμς Λάφερτι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Νεαρή κοπέλα με τραγικό οικογενειακό παρελθόν και αδελφό άρτι αποφυλακισθέντα αλλά σε αμφίρροπη ψυχολογική κατάσταση, προσπαθεί να αποδείξει ότι για όλα τα δεινά της οικογένειάς της ευθύνεται η δαιμονική δύναμη που κατοικεί σε έναν… καθρέφτη. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποιον θα σκοτώσεις σήμερα;»
Οι καθρέφτες δεν είναι και τα πιο ειρηνικά ή έστω παρηγορητικά αντικείμενα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν. Η φιλμική ιστορία τούς έχει παρουσιάσει όχι απλά ως μέσα αντανάκλασης ενός ειδώλου αλλά ως ενδείξεις προβολής τής κενότητας, της απελπισίας, του φόβου και της ανησυχίας ενός ανθρώπου, ως τους καταλύτες μιας δραματικής συνειδητοποίησης και, ενδεχομένως, της αρχής της καταστροφής, ως σύμβολο εξαπάτησης ή παραπλάνησης αλλά και ως μεταφορά μιας αλήθειας, που ίσως να μη βρίσκεται ακριβώς εκεί που ορίζει το είδωλο στον καθρέφτη. Ένας κατακερματισμένος καθρέφτης μπορεί να δηλώσει μια «σπασμένη» προσωπικότητα και η αντανάκλαση, όπως έχουν μαρτυρήσει φιλμ από τις κλασικές ταινίες τρόμου της βρετανικής Hammer μέχρι τις ασιατικές horror προτάσεις και τα αναπόφευκτα αμερικανικά remake τους (λέγε με και «Mirrors»), σπάνια είναι οιωνός θετικών γεγονότων.
Ο «Καθρέφτης της Κολάσεως» της ταινίας μπορεί να είναι άθραυστος, όπως αποδεικνύουν οι επανειλημμένες προσπάθειες της Κέιλι και του Τιμ να τον θρυμματίσουν, αλλά αποτελεί ουσιαστικό συνεχιστή της μυθολογίας τού καταραμένου καθρέφτη, κουβαλώντας μαζί του όλες τις μεταφορές και τους παραλληλισμούς, που μπορεί να συνοδεύουν μια ανάλογη ιστορία. Βασισμένο σε ένα μικρού μήκους φιλμ του ίδιου του Μάικ Φλάναγκαν, σκηνοθέτη της ταινίας, ακολουθεί σε πρώτο επίπεδο την προσπάθεια δύο νεαρών ανθρώπων να αποδείξουν ότι οι θάνατοι των γονιών τους οφείλονταν στις σατανικές δυνάμεις που κατοικούσαν πίσω από το γυαλί όσο, σε δεύτερη ανάγνωση, παραμένει μια καμουφλαρισμένη ιστορία για μια δυσλειτουργική οικογένεια, κρύβοντας πίσω από το υπερφυσικό στοιχείο σχόλια για την παραμέληση, την ενδοοικογενειακή βία και, γενικότερα, όλες εκείνες τις δραματικές καταστάσεις, που μία οικογένεια μπορεί να αποκλείει σπίτι της πίσω από μία τακτοποιημένη πόρτα. Στον εν λόγω καθρέφτη μπορεί να εμφανίζεται μία μόνο μικρή ρωγμή στη γωνία, όμως, αυτό δε σημαίνει πως οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας δεν είναι ήδη «σπασμένοι».
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει πως ο «Καθρέφτης της Κολάσεως» είναι ένα καθαρόαιμο ψυχολογικό θρίλερ φιλοσοφικών αναζητήσεων. Παρά τις οποιεσδήποτε προεκτάσεις ή προβληματισμούς (που είναι σαφώς καλοδεχούμενοι), η ταινία στον πυρήνα της παραμένει ένα παραδοσιακό, έως και παλιομοδίτικο (σαν την ελληνική απόδοση του τίτλου, που θυμίζει κάτι το οποίο θα συναντούσες σε video club της δεκαετίας του ‘80) φιλμ τρόμου, που στόχο έχει να κάνει το θεατή να νιώσει, σταδιακά, από άβολα έως αποπνιχτικά, παίζοντας με την αίσθηση της πραγματικότητας και της αντίληψής της και τραβώντας συνεχώς το χαλί κάτω από τα πόδια του. Ο Φλάναγκαν, εξάλλου, κάνει εξαρχής σαφές ότι οι πρωταγωνιστές του δεν είναι αξιόπιστοι αφηγητές, με τις αντιλήψεις τους περί της διεξαγωγής των γεγονότων να έρχονται αρκετές φορές σε σύγκρουση, χωρίς να γίνεται απόλυτα σαφές αν αυτό οφείλεται στους ίδιους ή στις υπερφυσικές δυνάμεις τού κακού. Οι καλύτερες στιγμές τής ταινίας (και οι πιο τρομακτικές ταυτόχρονα) προκύπτουν όταν η πραγματικότητα, η αίσθηση του χρόνου, ακόμα και η αλληλουχία παρελθόντος και παρόντος, γίνονται ευμετάβλητα και, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες για εκλογίκευση της κατάστασης, τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο με, φυσικά, τρομακτικές εξελίξεις. (Ανεξάρτητα, βέβαια, από τους καθρέφτες που έχετε εσείς σπίτι σας, για καλό και για κακό μην τοποθετείτε τα φρούτα δίπλα από λάμπες…)
Το δυστυχές είναι ότι, ενώ η ταινία τα καταφέρνει άψογα στη δημιουργία μιας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, «φτηναίνει» το τελικό αποτέλεσμα με αρκετά – σαφώς πιο μοντέρνας προέλευσης – ξαφνιάσματα, που γίνονται όλο και πιο συχνά όσο η ιστορία αναπτύσσεται, και όχι μόνο αποπροσανατολίζουν από τη γενική αίσθηση δέους αλλά και απομακρύνουν το επίκεντρο της ταινίας από την ουσιαστικά τρομακτική πηγή της. Γιατί ανάμεσα σε όλο τον υπερφυσικό τρόμο, η ανάγκη για συμφιλίωση με το παρελθόν και την πραγματικότητα και το τελικό λύσιμο των δεσμών με τα τραύματα του παρελθόντος είναι που αποτελούν την κύρια κινητήριο δύναμη του φιλμ (αυτή η παράμετρος της ιστορίας είναι που επωφελείται περισσότερο από τη μετάβαση της αρχικής ιστορίας σε μεγάλου μήκους ταινία), η οποία μεταφέρεται ικανά τόσο από την Κάρεν Γκίλαν (οι φανατικοί του «Doctor Who» μόλις αναστέναξαν ομαδικά) όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της κινηματογραφικής οικογένειας Ράσελ, μέχρι να χάσει το δρόμο της και να… τρακάρει στο εκνευριστικό και πρόχειρο φινάλε, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί έως και… κλεψιά, καθώς θυσιάζει όλα όσα μέχρι πρότινος έχτισε στο βωμό τού εύκολου σοκ.
Η απάτη τού φινάλε, στην τελική, πέρα από απογοητευτική είναι και άδικη, γιατί αμαυρώνει τις μέχρι τότε θετικές εντυπώσεις, αποκαλύπτοντας πως ίσως κι εσύ ως θεατής να έπεσες θύμα της πλάνης ανάμεσα στην εικονική ποιότητα του φιλμ και τη σαφώς πιο προσγειωμένη πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, αν οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις σου περιορίζονται σε επίπεδο «χαλαρής θερινής βραδιάς», υποθέτω δε θα προβληματιστείς και ιδιαίτερα με τις ενστάσεις μου – είναι κρίμα, όμως, τόσο ελκυστικές ιδέες που συνδυάζουν τον μεταφυσικό με τον ψυχολογικό τρόμο να μένουν ανολοκλήρωτες και μόνο με τις υποσχέσεις.