NUOVO CINEMA PARADISO (1988)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζουζέπε Τορνατόρε
- ΚΑΣΤ: Σαλβατόρε Κάσιο, Φιλίπ Νουαρέ, Μάρκο Λεονάρντι, Ζακ Περέν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η ζωή του μικρού Τοτό αλλάζει μέσα από τη σχέση του με τον μηχανικό προβολής ενός επαρχιακού σινεμά στη Σικελία, στα τέλη του ’40. Ενήλικας πια σήμερα, ο Σαλβατόρε Ντι Βίτα, με αφορμή την είδηση του θανάτου του «μέντορά» του, θυμάται με νοσταλγία το παρελθόν του.
Άλλες εποχές όταν είχε πρωτοβγεί το «Σινεμά ο Παράδεισος». Άλλο κοινό, άλλη κουλτούρα, άλλες αναμνήσεις από την εμπειρία και την επαφή με την κινηματογραφική αίθουσα. Ένας θεατής που είχε γεννηθεί στα τέλη του ’40 και είχε αγαπήσει τον κινηματογράφο, είχε στη μνήμη του στιγμές που (οριακά) μπορεί κάτι να του θύμιζαν μέσα από το φιλμ του Τζουζέπε Τορνατόρε. Ένας θεατής που γεννήθηκε στα τέλη του ’80, σήμερα μόλις που μπαίνει στα τριάντα χρόνια της ζωής του και… έχει «μεταλλαχθεί» από τις ριζικές αλλαγές τις οποίες έχει υποστεί η βιομηχανία του θεάματος μέσω της τεχνολογίας. Μοιραία, η ταινία αυτή έχει ξεπεραστεί. Ακόμη και καλλιτεχνικά, εδώ που τα λέμε…
Τοποθετημένο σε ένα νοσταλγικό κλίμα που οφείλει σχεδόν τα πάντα στην ύπαρξη του «Amarcord» (1973) του Φεντερίνο Φελίνι, το «Nuovo Cinema Paradiso» αγκομαχάει να αφηγηθεί την απλοϊκή ιστορία ενηλικίωσης ενός χωριατόπαιδου που «φοίτησε» δίπλα σε έναν παλιό προβολατζή, για να εξελιχθεί σε κινηματογραφιστή. Προσθέτουμε στο μείγμα και την πρώτη αγάπη του νεαρού ήρωα, διότι τα πάντα σερβίρονται καλύτερα με ολίγη από ρομάντζο, φυλάμε για το συγκινητικό, ενήλικο φινάλε ένα montage από κλασικές φιλμικές σκηνές για να αποτίσουμε φόρο τιμής στην κινηματογραφική Τέχνη και… ιδού οι αιτίες της επιτυχίας αυτής της ταινίας… τότε. Σήμερα; Αν μπεις στο YouTube, βρίσκεις χιλιάδες παρόμοια videos αναφοράς σε είδη ή κατηγορίες σεκάνς, απείρως καλύτερα ως κατασκευή, ικανά να σου προκαλέσουν το συναίσθημα χωρίς καν την επιθετική και συνεχή επανάληψη του (πανέμορφου, μεν) μουσικού θέματος του Ένιο Μορικόνε.
Το μόνο που αντέχει ακόμη από το φιλμ του Τορνατόρε (εκτός της μουσικής) είναι κάποια στιγμιότυπα (κυρίως εντός της αιθούσης) που συντηρούν την αναμνησιολογία ενός λαϊκού θεάματος, πόσω μάλλον σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ιταλίας, με την οθόνη του σινεμά να γεμίζει από πλάνα διάσημων ταινιών της γείτονος, από το «Η Γη Τρέμει» του Λουκίνο Βισκόντι μέχρι το «Άννα» του Αλμπέρτο Λατουάντα (με την οποία σπάει και το «embargo» της εκκλησιαστικής λογοκρισίας). Αυτές οι σκηνές αποτελούν τον βασικό σκελετό του έργου και όχι η υποτυπώδης ιστορία που μπορείς να αφηγηθείς και χωρίς να χρειαστεί να το παρακολουθήσεις.
Μοιραία, η ψηφιακή καθαρότητα της παρούσης ξεγυμνώνει ακόμη πιο άσχημα την εικόνα αυτού του «Σινεμά», με περισσότερο εκτεθειμένο το μακιγιάζ γήρανσης ή των εγκαυμάτων στο πρόσωπο του Φιλίπ Νουαρέ, του οποίου η ολοφάνερη μεταγλώττιση στα ιταλικά δείχνει πλέον αφόρητα αστεία. Πάντως, είναι ευτύχημα που δεν ήρθαμε αντιμέτωποι με το director’s cut των 173 λεπτών ή το original των 155 λεπτών (αμφότερα εκλιπαρούν για ψαλίδισμα). Τι να πω; Το 1988 ήμασταν σαφώς πιο αθώοι. Και μας παρέσυρε η νοσταλγία…