ΝΟΒΟΚΑΪΝΗ (2025)
(NOVOCAINE)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νταν Μπερκ, Ρόμπερτ Όλσεν
- ΚΑΣΤ: Τζακ Κουέιντ, Άμπερ Μιντθάντερ, Ρέι Νίκολσον, Τζέικομπ Μπάταλον, Μπέτι Γκέιμπριελ, Ματ Γουόλς, Κόνραντ Κεμπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Υποδιευθυντής τραπέζης βλέπει την υπάλληλο με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος να πιάνεται όμηρος ληστών και κάνει τα πάντα για να την εντοπίσει και να την ελευθερώσει. Βασικό (και μοναδικό) του ατού; Δεν μπορεί να νιώσει σωματικό πόνο!
To cut a long story short: ένα σχετικά αδιάφορο σκηνοθετικά δίδυμο καταστρέφει μια πρωτότυπη και ωραία σεναριακή ιδέα! Από αυτές που εμφανίζονται σπάνια πλέον στο Χόλιγουντ. Βλέποντας τη «Νοβοκαΐνη», μία και μοναδική σκέψη βασάνιζε το μυαλό μου: που ήταν ο Έντγκαρ Ράιτ όταν αναζητούσαν σκηνοθέτη για τούτο εδώ;
Σαν ένα είδος «σάτιρας» των superhero movies, τοποθετημένης σε εντελώς ρεαλιστικό πλαίσιο (με δήθεν ιατρική εξήγηση), η ταινία των Μπερκ και Όλσεν αντιλαμβάνεται την… αναισθησία σε κάθε σωματικό πόνο ως μια μορφή υπερδύναμης και παίζει με ακραία βιαιότητα με αυτό το δεδομένο. Η «πλάκα» θα ήταν καλοδεχούμενη (και όλοι ξέρετε πόσο θετικά «τσιμπάω» σε κάτι τέτοια), όμως, η σκηνοθετική ατονία και η τόσο λάθος αντίληψη στο κωμικά μακάβριο του καταστασιακού, με το σώμα του κεντρικού ήρωα να… κομματιάζεται ποικιλοτρόπως, κάνουν κάποιον άλλον να νιώθει τον πόνο τελικά: τον θεατή στο κάθισμά του για 110 λεπτά!
Άπαξ και αποκαλύπτεται το μόνο plot twist της ιστορίας (ακυρώνοντας κάθε λόγο ύπαρξης συγκεκριμένου προσώπου που – κατόπιν – χάσκει αμέτοχο στη δράση), η «Νοβοκαΐνη» αυτοεπαναλαμβάνεται δίχως έμπνευση, με αποκλειστικό δέλεαρ παρακολούθησης το πόσα ακόμα θα αντέξει το σώμα του ήρωα. Μερικά από τα παθήματά του είναι βαρετά (ναι, το ξενύχιασμα προκαλεί κάποιες ανατριχίλες ως σκέψη, αλλά δεν προσφέρει και κανένα σοβαρό θέαμα εδώ που τα λέμε), τα καρφώματα ή οι σφαίρες δεν πιστώνουν ευρηματικότητα και οι καλύτεροι bonus πόντοι προκύπτουν από μία σχεδόν… ξεκολλημένη παλάμη που σέρνεται από ένα κομμάτι σάρκας για αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικά διάστημα.
Η μεγάλη ήττα της ταινίας, πέραν του καστ (ο Τζακ Κουέιντ παραείναι άχαρος και geeky, ακόμα και για τις τραπεζικές του υποχρεώσεις, ενώ η Άμπερ Μιντθάντερ μοιάζει με version της Όμπρεϊ Πλάζα… «του φτωχού»), είναι η αδυναμία των δύο σκηνοθετών να φορτσάρουν το υλικό τους σε επίπεδο outrageousness, πέρα από κάθε όριο υπερβατικής παλαβομάρας (κάτι που σχεδόν αγγίζεται στη σεκάνς της γεμάτης παγίδες οικίας ενός από τους ληστές, όπου κι εκεί ο ρυθμός χωλαίνει σε κάθε επίπεδο, και δράσης και κωμικότητας). Κι ένα τελευταίο. Ούτε καν Eels στο soundtrack; Not cool!