1900 (1976)
(NOVECENTO)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ντομινίκ Σαντά, Λάουρα Μπέτι, Στεφανία Κασίνι, Στέρλινγκ Χέιντεν, Αλίντα Βάλι, Στεφανία Σαντρέλι, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Μπερτ Λάνκαστερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 317’ (ή σε δύο μέρη, διάρκειας 162’ και 154’, αντίστοιχα)
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Η παράλληλη ιστορία δύο νέων, που γεννήθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα σε γειτονικά σπίτια: ο ένας είναι γιός τσιφλικά κι ο άλλος γιος κολίγα. Συνδέονται με στενή φιλία, μεγαλώνουν μαζί, ανακαλύπτουν τη ζωή και τον έρωτα, όμως, όσο περνούν τα χρόνια, η ταξική διαφορά (που στα νεανικά τους χρόνια είχε μικρή σημασία) αυξάνει, για να καταλήξει χάσμα αγεφύρωτο.
Το «1900», όπως αποδόθηκε στη γλώσσα μας ο τίτλος της ταινίας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (που στην πραγματικότητα σημαίνει «Εικοστός Αιώνας»), είναι ένα φιλμ τιτάνιων διαστάσεων και επικού χαρακτήρα. Είναι μία πλατιά τοιχογραφία των 45 πρώτων χρόνων του περασμένου αιώνα, η οποία ανασυνθέτει την πολιτική και κοινωνική πρόοδο στην Ιταλία και, ταυτόχρονα, είναι ένα έργο πλούσιο σε νοήματα, γεμάτο δύναμη και ζωντάνια.
«Είναι η ιστορία δύο πεπρωμένων», είχε πει ο σκηνοθέτης του. «Της μοίρας δύο αγοριών, που γεννήθηκαν την ίδια ημέρα στις αρχές του εικοστού αιώνα και τον διασχίζουν μέχρι τις μέρες μας. Η βάση της ταινίας είναι η διαλεκτική των τάξεων, η διαλεκτική ανάμεσα στην τάξη των γαιοκτημόνων και την τάξη των χωρικών, και η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις. Η δε δομή της βασίζεται σε μία δοσμένη αρχή: τη δομή της αγροτικής εργασίας. Επομένως, στις εποχές, που είναι εποχές του έτους, της Ιστορίας και της ζωής. Προσπάθησα να συνδυάσω μ’ έναν αναγκαστικά επαγωγικό και σύνθετο τρόπο τη μαρξιστική ανάλυση αυτής της σημαντικής για την πατρίδα μου περιόδου, μέσα από την πάλη των τάξεων και το ψυχαναλυτικό πρίσμα. Κι αυτή η καθορισμένη διαλεκτική ανάμεσα σε μαρξιστικές στιγμές και σε φροϋδικές στιγμές δεν αφορά μόνο τον φασισμό. Ντύνει όλα τα επίπεδα της ταινίας», εξηγεί ο Μπερτολούτσι.
Για να εικονογραφήσει αυτά τα θέματα, ο Ιταλός σκηνοθέτης περιγράφει τις παράλληλες και διασταυρούμενες ιστορίες δύο διαφορετικών οικογενειών: μιας οικογένειας τσιφλικάδων και μιας οικογένειας αγροτών. Το «1900» αφηγείται την ιστορία του μέσα από τη ζωή δύο αγοριών, που και τα δύο γεννήθηκαν τη ίδια ημέρα: στις 27 Ιανουαρίου του 1901. Ακολουθεί, δηλαδή, τα πρότυπα των λαϊκών «οικογενειακών» μυθιστορημάτων, χωρίς ωστόσο να πέφτει στον επιπόλαιο ρομαντισμό, δείχνοντας τα «κακά» συγκεντρωμένα στη μία πλευρά και τα «καλά» στην άλλη. Παρουσιάζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις ρεαλιστικά, και απεικονίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες στις σωστές, αληθινές διαστάσεις τους.
Η ταινία του αρχίζει στις 25 Απριλίου του 1945, την ημέρα της απελευθέρωσης της Ιταλίας, την ημέρα που η πρώτη μεταπολεμική Κυβέρνηση (με τη συμμετοχή και των κομμουνιστών) ξεκινά να οικοδομήσει τη «νέα Ιταλία». Και, αμέσως μετά, επιστρέφει στην αρχή: την ημέρα που γεννήθηκαν δύο πρόσωπα της δεύτερης γενιάς αυτών των διαφορετικών (και ταξικά) οικογενειών. Ο Αλφρέντο είναι ο παραχαϊδευμένος αστός, γιος του γαιοκτήμονα Μπερλινιέρι, και ο Όλμο είναι ο νόθος γιος της κόρης των κολίγων που καλλιεργούν τη γη του, «πατέρας» του οποίου είναι ο Λέο Νταλκό. Τα δύο αγόρια μεγαλώνουν μαζί και γίνονται στενοί φίλοι, μέχρι τη στιγμή που ο Αλφρέντο θα διαδεχτεί τον πατέρα του στην κεφαλή της οικογένειάς του και τη διαχείριση της περιουσίας τους. Το τέλος της εφηβείας ορίζει, κατά τον Μπερτολούτσι, και το τέλος της «φυσικής τάξης των πραγμάτων». Από το σημείο αυτό και μετά, οι «αγάπες» ή τα «μίση» των δύο αυτών χαρακτήρων εκπροσωπούν το τέλος της φεουδαρχίας και την αυγή του σοσιαλισμού. Ο Αλφρέντο μεγαλώνει μέσα στην ημιμάθεια, που περιορίζεται κι άλλο με την έλευση του Αττίλα στο προσκήνιο, του φασίστα επιστάτη τους, και αναζητά καταφύγιο στον χώρο των «καλών τεχνών» (παντρεύεται, μάλιστα, τη φουτουρίστρια Άντα), ενώ ο Όλμο αναπτύσσει έντονη πολιτική δραστηριότητα, αγωνίζεται κατά του φασισμού και εντάσσεται στο συνδικάτο που έχουν οργανώσει οι μαρξιστές (και συνδέεται ερωτικά με την Ανίτα, μία δασκάλα με σοσιαλιστικές πεποιθήσεις). Οι δρόμοι τους, ωστόσο, συνεχίζουν να διασταυρώνονται μέσω του τρόπου ζωής τους, όσο και μέσω της ζωής των άλλων μελών των οικογενειών τους.
Ο δυϊσμός βρίσκεται διάχυτος σ’ ολόκληρη την ταινία: δύο παππούδες και τα δύο εγγόνια τους (για το ένα από τα οποία υπάρχουν δύο «πατεράδες»), δύο ηρωίδες, δύο κοινωνικές τάξεις και δύο κοινωνικές δυνάμεις (ο φασισμός και ο σοσιαλισμός). Και καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ο δυϊσμός αυτός γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός. Στην αρχή υπάρχει μία αρμονία, στο μέσο έρχεται στην επιφάνεια η σύγκρουση και προς το τέλος κυριαρχεί η αβεβαιότητα. Μία αβεβαιότητα που οδηγεί μέχρι το έτος παραγωγής της ταινίας, μέσω του συμβολικού φινάλε και της συνεχούς «φαγωμάρας» των δύο πρωταγωνιστών (εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να γυρίσει κι ένα «τρίτο» μέρος, αλλά ο προϋπολογισμός δεν του το επέτρεψε, γι’ αυτό και πρόσθεσε έναν αλληγορικό επίλογο).
Με το «1900», ο Μπερτολούτσι έχει δημιουργήσει ένα γιγαντιαίο, επικό όσο και μελοδραματικό, κοινωνικοπολιτικό ντοκουμέντο της ιταλικής Ιστορίας, η πειστικότητα του οποίου πηγάζει και από το ζωντάνεμα του «χρονικού» στον ρυθμό των εποχών. Το μακρύ καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας και της αρμονίας δίνει τη θέση του στο φθινόπωρο – χειμώνα της ταξικής πάλης, του φασισμού, της καταπίεσης και των συγκρούσεων, για να περάσει μετά στην άνοιξη της απελευθέρωσης και της υπέρβασης της οργής των καταπιεσμένων. Επιπλέον, η «κουλτούρα της ταινίας είναι αυτή των χωρικών: των χορών τους, της χαράς τους, του τραγουδιστικού θεάτρου τους. Η ταινία μου θέλει να είναι λαϊκή, όχι επειδή μιλάει για τον λαό, αλλά επειδή δείχνει τον λαό στις ίδιες του τις ρίζες».