NOUVELLE VAGUE (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ
- ΚΑΣΤ: Γκιγιόμ Μαρμπέκ, Ζόι Ντόιτς, Ομπρί Ντιλέν, Αντριέν Ρουγιάρ, Αντουάν Μπεσόν, Μπενζαμέν Κλερί, Ματιέ Πενσινά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, εν μέσω βρασμού της γαλλικής κινηματογραφίας εξαιτίας της έλευσης του ρεύματος της nouvelle vague. Ο τίτλος της είναι «Με Κομμένη την Ανάσα» και πρωταγωνιστούν ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό και η Τζιν Σίμπεργκ.
Χαίρεσαι να το βλέπεις αυτό το φιλμ, ειδικά εάν αγαπάς το σινεμά κι έχεις και πλήρη γνώση της εξέλιξης της Τέχνης του. Το «Nouvelle Vague» εξιστορεί με πειστικότατο και συγκινητικό τρόπο την όλη διαδικασία της προετοιμασίας αλλά και των γυρισμάτων του «Με Κομμένη την Ανάσα» (1960), της ταινίας που απογείωσε το ρεύμα του γαλλικού «νέου κύματος» και μετέτρεψε σε ιερό τέρας του παγκόσμιου κινηματογράφου τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Πρόκειται για μία σαφή «ερωτική επιστολή» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ προς τον δημιουργό, σεβάσμια απέναντι στην κληρονομιά της εκφραστικής ελευθεριότητας που άφησε πίσω του ως παρακαταθήκη.
Με μία αδιανόητα ρεαλιστική ομοιότητα στα όσα απεικονίζει, ο Λινκλέιτερ κάνει τον θεατή να αισθάνεται ότι βρίσκεται στις αρχές του ‘60 και δεν παρακολουθεί απλά μία ανασύσταση εκείνης της εποχής, αλλά έχει μεταφερθεί με μία «χρονοκάψουλα» στο τότε, κάνοντας το «Nouvelle Vague» να μοιάζει με ένα από τα πιο αριστοτεχνικά φτιαγμένα… «making of» κινηματογραφικής παραγωγής ever! Το μαυρόασπρο, οι χώροι, πλάνα αναγνωρίσιμα (πλέον ιδωμένα και… πίσω από την κάμερα, παρασκηνιακά), πρόσωπα, ακόμη και η διατήρηση της γαλλικής γλώσσας στους διαλόγους, κάνουν το φιλμ να ξεπερνά την τυπολογία ενός προβλέψιμου biopic και ξεγελούν το βλέμμα (και τη μνήμη), προσθέτοντας πανέξυπνα δόσεις χιούμορ στο καταστασιακό, όχι για να το απομυθοποιήσουν, αλλά για να το κάνουν πιο… ανθρώπινο κι ευάλωτο.
Βέβαια, η ειρωνεία του γεγονότος πως ο Λινκλέιτερ σκηνοθετεί ένα σχεδόν «ντοκιμαντερίστικο» και απόλυτα ακαδημαϊκό στην αφήγησή του έργο, έρχεται σε αντίθεση με αυτό (το τόσο νεωτεριστικό) που δημιούργησε ο Γκοντάρ ακριβώς πάνω στην έναρξη της δεκαετίας του ‘60. Εάν πρέπει να αναζητήσεις κάτι για να ψέξεις τον Λινκλέιτερ εδώ, αυτό είναι η απουσία της δικής του ταυτότητας, δημιουργικότητας και τοποθέτησης σχετικά με το θέμα του, το αποτέλεσμα της οποίας προκαλεί μια κάποια αμηχανία (ή και «κοιλιά», όταν ξεκινά η ημερήσια καταγραφή των γυρισμάτων της ταινίας του Γκοντάρ) ενίοτε, μία οπισθοχώρηση «σύμβασης», ίσως (και) από τον (πιθανό;) φόβο ότι ο Τεξανός σκηνοθέτης θα μπορούσε να κατηγορηθεί για «αναθεωρητισμό» απέναντι σε κάτι τόσο τολμηρά επαναστατικό, το οποίο κατέκτησε (δικαιωματικά) και τον τίτλο του κλασικού.
Έστω κι αν σκοντάφτει πάνω σε τέτοιες σκέψεις, ο Λινκλέιτερ έχει καταφέρει να μας προσφέρει μια ταινία που αφήνει τον ορισμό της λέξης «homage» να φθονεί το φιλμικό αποτέλεσμα… έτη φωτός μακριά από τα καθιερωμένα, με μία ταπεινότητα σπάνιας τιμιότητας. Οφείλουμε να τον ευχαριστούμε γι’ αυτό το «ταξίδι» σε κάτι το οποίο μπορεί (οι περισσότεροι από εμάς) να μη ζήσαμε στον καιρό του, όμως, πλέον μπορούμε να ξεγελάμε τον εαυτό μας πως το «κρυφοκοιτάξαμε» (σχεδόν) βιωματικά μέσω τούτης της αναπαράστασής του.
