ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΓΗ (2024)
(NO OTHER LAND)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπαζέλ Αντρά, Χαμντάν Μπαλάλ, Ραχέλ Ζορ, Γιουβάλ Αμπραχάμ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Ομάδα Παλαιστίνιων ακτιβιστών, με τη συμπαράσταση Ισραηλινού δημοσιογράφου, καταγράφει επί πέντε χρόνια τον μεθοδικό ξεριζωμό των Αράβων κατοίκων της Μασαφέρ Γιάτα στα όρια της Δυτικής Όχθης και την εγκατάσταση Εβραίων εποίκων στα χωριά της περιοχής.
Η Μασαφέρ Γιάτα είναι ένα σύμπλεγμα δεκαεννέα χωριών στα παλαιστινιακά εδάφη, τα οποία η ισραηλινή Κυβέρνηση κήρυξε ως ζώνη στρατιωτικής εκπαίδευσης στα 1981, με μοναδικό στόχο (σύμφωνα με παραδοχή του Αριέλ Σαρόν) να επιταχυνθεί ο εκτοπισμός των Παλαιστίνιων κατοίκων της περιοχής. Το «Καμία Άλλη Γη» έρχεται στον απόηχο μια δικαστικής απόφασης της ισραηλινής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία (έπειτα από δεκαεννέα χρόνια εκδίκασης) απέρριπτε την αγωγή του ντόπιου πληθυσμού που διεκδικούσε ν’ ανακηρυχθεί παράνομη η κατάσχεση της γης τους από την Κυβέρνηση του Τελ Αβίβ.
Από την τετράδα των σκηνοθετών και τα ονόματα των οποίων εμφανίζονται στα credits του ντοκιμαντέρ, ο πλέον βασικός είναι ο Μπαζέλ Αντρά. Πρόκειται για νεαρό Παλαιστίνιο, γέννημα θρέμμα της περιοχής, ο οποίος από την ηλικία των πέντε ετών (από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, δηλαδή), κρατούσε μια κάμερα στο χέρι, καταγράφοντας τις συνεχείς διώξεις των οικογενειών της Μασαφέρ Γιάτα. Το ντοκιμαντέρ ξεκινά μεν από τα τότε, όμως, καλύπτει κυρίως την πενταετή περίοδο από το 2019 μέχρι το 2023, όταν αφενός ο βίαιος εποικισμός της περιοχής από τον εβραϊκό στρατό κλιμακώθηκε άγρια, αφετέρου κατέφθασε εκεί ο Ισραηλινός ακτιβιστής Γιουβάλ Αμπραχάμ, ο οποίος όχι μόνο σύναψε σχέση φιλίας με τον Μπαζέλ, αλλά βοήθησε με την παρουσία του στη δημιουργία του φιλμ.
Αυτά που καταγράφονται στις κάμερες (ουσιαστικά πρόκειται για κινητά τηλέφωνα) κατά την πάροδο των ετών δεν τα χωρά ανθρώπου νους. Η ωμή παρουσίαση μιας τραγικής πραγματικότητας, η οποία απέχει ολοκληρωτικά από το να χαρακτηριστεί τυπική πολεμική σύγκρουση, είναι τέτοια που σε ωθεί να κοιταχτείς στον καθρέφτη και ν’ αναρωτηθείς: τι θα έκανες εάν κάποιος ερχόταν ξαφνικά και κατέστρεφε όχι μόνο το σπίτι σου, αλλά και ολόκληρο το χωριό στο οποίο ζούσε η οικογένειά σου για ολόκληρες γενιές; Πως θα ένιωθες εάν ως μοναδικό καταφύγιο είχες τη μετακόμιση σε μία από τις πολλές σπηλιές της περιοχής, η οποία από τούδε και στο εξής θα έπαιζε τον ρόλο του «σπιτικού» σου; Τι θα σκεφτόσουν σε περίπτωση που έστελνες τα παιδία σου στο σχολείο και την ίδια εκείνη μέρα κατέφθαναν οι μπουλντόζες του στρατού για να το γκρεμίσουν; Ή αν στη μέση της νύχτας έσπαγε η εξώπορτα της οικίας σου και μπούκαραν μέσα στρατιώτες με βαρύ οπλισμό, διατάζοντας να τα μαζέψεις και να φύγεις; Από την άλλη, βέβαια, ίσως να ένιωθες τυχερός εάν μπορούσες (έστω) να θέσεις τις ερωτήσεις αυτές στον εαυτό σου. Διότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να έτρωγες (άνευ λόγου και αιτίας) σφαίρα από το ένα μέτρο και εν ψυχρώ, και όλα σου τα βάσανα να λύνονταν λυτρωτικά και μονομιάς.
Όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα ανάλογα υπάρχουν στο υλικό που συνθέτει το σύνολο του «Καμία Άλλη Γη». Εν μέσω μιας αφόρητης όσο και απάνθρωπης κατάστασης, μια χούφτα ανθρώπων με μηδενικά μέσα στα χέρια τους επιχειρεί να συνεχίσει να ζει εκεί που γεννήθηκε, έχοντας στο σβέρκο στρατιώτες που επιτίθενται και εκφοβίζουν δημοσιογράφους, που πυροβολούν άοπλους πολίτες για άδικα κατασχεθείσες περιουσίες, αλλά και ένοπλους Ισραηλινούς έποικους στους οποίους, παραδόξως, φαίνεται να επιτρέπεται να χτίζουν σπίτια στην (υποτιθέμενη) ζώνη στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Γιατί, λοιπόν, κάποιος ν’ ανεχτεί τέτοιες θρασύδειλες αρπαγές γης στη Δυτική Όχθη; Απάντηση (γενικά) δεν υπάρχει, ενώ (ειδικά) η αναζήτησή της δεν αφορά τούτο το ντοκιμαντέρ. Μοναδικός του σκοπός είναι η ανάδειξη μιας θλιβερής πραγματικότητας (σε κάποιες στιγμές σκεφτόμουν πως παρόμοιες καταστάσεις έζησαν και οι Κύπριοι κατά την τουρκική εισβολή στο νησί) και η υπενθύμιση του συγκεκριμένου ανθρωπιστικού εγκλήματος που επί σειρά ετών λαμβάνει χώρα στη Δυτική Όχθη (βέβαια, από τον περσινό Οκτώβρη συντελούνται ακόμη χειρότερα). Η γκετοποίηση του παλαιστινιακού λαού (εύστοχα οι σκηνοθέτες παρομοίασαν τις ισραηλινές μεθόδους με το νοτιοαφρικάνικο Apartheid), η οποία αποσκοπεί στην κοινωνική και οικονομική του ασφυξία μέσω της αδυναμίας πρόσβασης στις παραδοσιακές γεωργικές και κτηνοτροφικές πηγές εισοδήματος (η σκηνή του τσιμεντώματος των πηγαδιών θα μου μείνει αξέχαστη) κρύβει από κάτω έναν ανελέητο κυνισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτουν φτηνά εργατικά χέρια για τις αυξανόμενες απαιτήσεις του κατασκευαστικού ισραηλινού τομέα. Οι Παλαιστίνιοι χτίζουν για εκείνους που… τους γκρεμίζουν. Και ο «αόρατος» πόλεμος στη Μασαφέρ Γιάτα καλά κρατεί.