FreeCinema

Follow us

NO CAP: 2 YEARS OF LIGHT (2024)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Μουσικό Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντένης Ηλιάδης
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Το ταξίδι ζωής και η καριέρα του Light, του πλέον διάσημου Έλληνα rapper, μέσα από βιώματα έντονων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που διαμόρφωσαν την καθημερινότητα της χώρας στις τελευταίες δεκαετίες.

Στην αμερικανική argo το «no cap» σημαίνει «αλήθεια λέμε». Λογικό θα πείτε, αφού εδώ έχουμε ένα biopic με μπόλικη δόση reality TV, όλα γύρω από τον Christian Ιωαννίδη, κατά κόσμον Light, ο οποίος (για τους λίγους που ίσως δεν το γνωρίζουν) είναι ο πιο εμπορικός καλλιτέχνης της τελευταίας πενταετίας στη χώρα μας. Κάμερες τον ακολουθούσαν για δύο χρόνια κι εμείς παρακολουθούμε 100 λεπτά με αναδρομές στην παιδική του ηλικία, την καριέρα του και τα σημαντικότερα γεγονότα στην προσωπική του ζωή.

Να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα. Ο Light κάνει κυρίως rap μουσική (με πολλές pop επιτυχίες), στη σύγχρονη έκφανσή της που αδόκιμα βαπτίζεται «trap», και συνεπώς – όπως αυτός και οι συντελεστές του εγχειρήματος επαναλαμβάνουν – δεν έχουν σκοπό «να αλλάξουν τον κόσμο», «να περάσουν κάποιο μήνυμα» και όλα τα συναφή. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση, αφού κάθε μορφή Τέχνης το κάνει αυτό, συνειδητά ή μη. Και πόσο περισσότερο ένα αφήγημα που καταπιάνεται αποκλειστικά με αληθινά γεγονότα, με θέματα που απασχολούν τους νέους (και όχι μόνο), με controversial issues (για να μπούμε λίγο στην έντονη… «greeklish» μανιέρα του δημιουργήματος και των συντελεστών) και, ενώ αποφεύγει όλα τα κλισέ που συνοδεύουν την «κακή trap του σήμερα», τα αναδεικνύει όλα!

Πριν μπούμε σε λεπτομέρειες, να πούμε ότι υπάρχουν δύο είδη επίδοξων θεατών του συγκεκριμένου έργου. Οι fans του είδους, του Light, της hip-hop κουλτούρας ή ακόμα και οι… ελαφρώς κουτσομπόληδες που σαγηνεύονται από την αυτοπροβολή διάσημων και την επιζητούν. Αυτοί θα ανταμειφθούν. Το «No Cap» έχει πολύ Light, αρκετή Capital (το label που έχει και δισκογραφεί), πολλές από τις κόντρες του (δεν είναι και λίγες…) και κυρίως αυτή με τον έτερο Καππαδόκη του είδους, τον Snik, αλλά και τα downs, την απώλεια του MadClip και προσωπικές εξομολογήσεις. Όλα αυτά μαζί με παλιά και νέα τραγούδια του, τη χαρισματική του επαφή με την κάμερα, την κυρίαρχη έπαρση (που αν δεν την έχεις, άστο, μην κάνεις rap) και μέλη του πιο προσωπικού του κύκλου που δεν έχουμε δει on camera.

Από την άλλη, υπάρχει το general audience που θα το δει. Είτε γονείς που θα συνοδεύσουν τα παιδιά τους, είτε άνθρωποι που θα δουν μια ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα τη «φάση» και θα επιδιώξουν να διαμορφώσουν γνώμη. Γι’ αυτούς (κυρίως) θα γραφτούν οι υπόλοιπες γραμμές, διότι εδώ υπάρχει το ζουμί.

Ο Light έχει μια γνήσια διάθεση να μη βγει αγιογραφία όλο αυτό. Δε νομίζω ότι το καταφέρνει, αφού η δική του προσπάθεια για ύπαρξη «αντιπολίτευσης» ή έστω αντίλογου εντός των 100 λεπτών είναι λίγο επιτηδευμένη. Η κριτική από συνεργάτες του είναι … ατυχή πειράγματα (στην καλύτερη). Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο», δηλαδή ο μισογυνισμός, το τρίπτυχο OΠΝ (όπλα ,πουτάνες, ναρκωτικά) της «trap» και η «κακή επιρροή στους νέους», θίγονται από τις κάποιες ενστάσεις της κοπέλας του (και σύντομα συζύγου του) και την ήπια οργή Κύπριας εκπροσώπου σε παλιότερη Eurovision. Μέχρι εκεί.

Στο «No Cap», όμως, βγαίνει η (και) η «αρνητική» πλευρά του Light. Και γίνεται αβίαστα, ίσως χωρίς να το κατάλαβαν και οι ίδιοι οι συντελεστές του φιλμ. Το rap είναι ξενόφερτο είδος. Κι αν στο παρελθόν αυτό το genre (όσο και άλλα, όπως η rock, η jazz κλπ.) πάσχιζε να βρει τι θα αντιγράψει και τι επιρροή θα έχει, στις μέρες μας τούτο είναι σαφώς πιο εύκολο. Η εικόνα του Light, που έξυπνα, από την αρχή της αφήγησης, έρχεται σε αντίθεση με τον «τζατζικοζορμπά» της Ελλάδας, είναι καθ’ εικόνα και ομοίωση της άλλης πλευράς του Ατλαντικού: ghetto (αληθινό, όμως), όπλα (ως αναπόφευκτο μέρος της ζωής), βία και «ναρκωτικούλια», επιθυμία γρήγορου χρήματος, γρήγορης ανάδειξης, δόξα, διανθισμένη με ολίγη από φιλανθρωπία (give back to the community), ώστε το rags to riches αφήγημα να πάρει σάρκα και οστά. Εδώ ακριβώς πέφτουν και τα αμερικανόφερτα κλισέ, που τον μη έχοντα σχέση με το είδος θα τον «cringe-άρουν». Η φυλακή δεν είναι και πολύ κακό πράγμα. Το να αναμασούν τα ανήλικα tracks με βρισίδια δε λέει και κάτι, το να χτυπιέσαι δημόσια για ηλιθιότητες με πρώην συνεργάτες σου είναι αντρίκιο και τίμιο. Και, βέβαια, όταν ο συνεργάτης σου συλλαμβάνεται για μαχαίρωμα, το μόνο που σε νοιάζει είναι πως να βοηθήσεις και όχι να δεις εάν αυτοί που έχεις δίπλα σου αλήθεια αξίζουν.

Όλα αυτά που θα «θυμώσουν» τον γονιό, τον boomer, τον αμύητο, τον Light δεν τον απασχολούν. Το μόνο που θεωρεί ότι τον κάνει πρότυπο είναι η επίτευξη της επιτυχίας με κάθε κόστος. Και αυτή η αυτοπροβολή του είναι πράγματι… «no cap».

Στα πιο τεχνικά τώρα. Η ταινία φέρει την υπογραφή του Ντένη Ηλιάδη και αυτό λέει πολλά. Οπτικά έχει υψηλά standards. Αν υπάρχει κάπου θέμα είναι στην αφήγηση, όπου το non-linear δεν έχει κάποιες σταθερές (αν και στα docufilms αυτό ίσως περνά σε δεύτερη μοίρα). Κουράζουν αρκετά οι μη κινηματογραφικές παρεμβάσεις (υλικό από social, τηλεοπτικά επίκαιρα και συνεντεύξεις), που ενώ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του είδους, μάλλον είναι μεγαλύτερο του δέοντος σε διάρκεια. Σαφώς και υπάρχει μεγάλη σε βάθος δεύτερη ανάγνωση, ειδικά στην παράλληλη αφήγηση της τελευταίας πράξης. Στα 100 αυτά λεπτά καταγράφεται ωμά η λουμπενοποιημένη Ελλάδα, χωρίς υπερβολή. Στοιχείο που επιλεκτικά μένει έξω από τη mainstream ματιά της Τέχνης του 21ου αιώνα. Συνοικίες, μετανάστες, Ρομά, κορίτσια αμφιβόλου «ηθικής» και μπράβοι. Πολλοί μπράβοι. Και, βέβαια, το πως η κυριαρχία αυτής της μουσικής φέρνει αυτές τις αντιθέσεις στο προσκήνιο.

Αναπόφευκτα, θα έρθει και η σύγκριση με το «Arte Povera», το άλλο rap ντοκιμαντέρ που έκανε αίσθηση πέρσι. Οι διαφορές είναι πολύ μεγάλες, αφού εδώ έχουμε να κάνουμε με superstar πρωταγωνιστή, ενώ στο οπερατικό ασπρόμαυρο ταξίδι της ταινίας του Φώτη Γεωργιάδη, παρά την αυτοπροβολή του δημιουργού, οι «διάσημοι» ήταν οι guest stars, με την κουλτούρα στο προσκήνιο.

Πέρασα όμορφα αυτά τα 100 λεπτά. Ίσως επειδή ήξερα πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, ίσως επειδή πήρα απαντήσεις σε κάποιες «απορίες» που είχα. Ίσως επειδή είμαι ρομαντικός ακόμα. Κι όταν ένας πιτσιρικάς που κάνει rap βγάζει φράγκα από τη μουσική, νιώθω ότι τα παίρνει από τους λαϊκοσκυλάδες (άσχετο αν τελικά πάει και μ’ εκείνους μετά!) και εκδικούμαι για κάθε φορά που η μουσική μας ερχόταν «δεύτερη» (#diplhs), μετά τις ελληνικούρες. Ίσως γιατί ξέρω ότι έρχονται κι άλλα παρόμοια εγχειρήματα και η rap (σε όλες τις εκδοχές της) είναι «a force to be reckoned with». Ίσως περισσότερο γιατί ξέρω ότι θα το δούνε πολλοί. Και στη μεγάλη οθόνη και σε streaming platforms (όπου εύκολα θα βρει στέγη μετά τις κινηματογραφικές αίθουσες). Και κάπως έτσι, όλη αυτή η ίντριγκα θα φέρει κουβέντα, θ’ αναδείξει ζητήματα, προβληματισμούς, και θα κάνει τον κόσμο να κοιταχτεί στον καθρέφτη ώστε να ψάξει να δει τι γίνεται. Γιατί το success story του Light, όσο μεγάλο κι αν είναι, όσους φιλόδοξους μιμητές κι αν βρει, είναι μία ακόμη αφορμή για να δούμε πιο έντονα τις αντιφάσεις της «πολύχρωμης» κοινωνίας που ζούμε.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όσοι «έπιασαν» το περιεχόμενο του άνωθεν κειμένου και γνωρίζουν το όνομα Light, είναι ήδη «μέσα». Οι υπόλοιποι, θα χρειαστούν «μετάφραση». Αποκλειστική προβολή στα VILLAGE CINEMAS από τις 29 Νοεμβρίου του 2024.


MORE REVIEWS

TATAMI: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ

Ιρανή αθλήτρια που συμμετέχει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα judo λαμβάνει τελεσίγραφο από την Κυβέρνηση της χώρας της ν’ αποσυρθεί από τους αγώνες, προκειμένου να εκλείψει η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπη με Ισραηλινή judoka. Εκείνη, όμως, θέλει πάση θυσία το χρυσό μετάλλιο.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

Απόπειρα ληστείας χρηματαποστολής πηγαίνει εντελώς λάθος εξαιτίας του φύλακα - οδηγού του θωρακισμένου φορτηγού και πρώην αστυνομικού, ο οποίος για συνοδηγό έχει τον γιο του και με καμία δύναμη δεν πρόκειται να τον αφήσει να πάθει κακό.

ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ

Η 70χρονη Μαχίν ζει μόνη στην Τεχεράνη από τότε που έμεινε χήρα και η κόρη της μετανάστευσε στην Ευρώπη μαζί με τα εγγόνια της, δραπετεύοντας από το αφιλόξενο ιρανικό καθεστώς. Μια μέρα, όμως, η ερωτική της ζωή θ’ αποκτήσει νέα πνοή και η καρδιά, μαζί με το σπίτι της, θ’ ανοίξει και πάλι για έναν άνδρα. Το αναπάντεχο flirt τους θα εξελιχτεί σ’ ένα βράδυ που από κάθε άποψη θα μείνει αξέχαστο.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ & ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Όταν εξαιτίας απροσεξίας η μικρούλα πριγκίπισσα Άιλα απελευθερώνει τα κακά πνεύματα του πάγου, προ της απειλής να πέσει παγωμένη βαρυχειμωνιά σε όλο τον κόσμο, η μητέρα της, Βασίλισσα του Χιονιού, δέχεται τη βοήθεια της Γκέρντα και του Κάι μήπως και προλάβει τη ζημιά. Το μοχθηρό πνεύμα του Βορρά, όμως, είναι πανίσχυρο…

ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ

Χειμώνας του 1838 και ο συμβολαιογράφος Τόμας Χάτερ ταξιδεύει μέχρι τα Καρπάθια Όρη για να κλείσει τη συμφωνία πώλησης ενός παλιού οικήματος της πόλης του στον εκκεντρικά δυσπρόσιτο κόμη Όρλοκ. Κανείς, όμως, δεν υποψιάζεται πως ο πραγματικός στόχος του Όρλοκ είναι να κάνει δική του τη σύζυγο του Χάτερ.