Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ NAHID (2016)
(NAHID)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ίντα Παναχαντέ
- ΚΑΣΤ: Σαρέ Μπαγιάτ, Πετζμάν Μπαζεγκί, Ναβίντ Μοχαματζαντέ, Μιλάντ Χοσεΐν Πουρ, Πουριά Ραχίμι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Προσφάτως χωρισμένη μητέρα στο σύγχρονο Ιράν προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τις οικονομικές δυσκολίες και την καθημερινότητα, όσο πασχίζει να προχωρήσει μπροστά τη ζωή της μακριά από τις παγίδες που της στήνει ο νόμος, η παράδοση και το παρελθόν της.
Οι προθέσεις της Ίντα Παναχαντέ στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο είναι σίγουρα πολύ έντιμες. Στην ιστορία της δεν υπάρχουν αυστηρά καλοί ή κακοί, η ματιά της δεν μένει στην επιφάνεια αλλά προσπαθεί να εξερευνήσει τον ρόλο της κοινωνίας στις αιτίες της αφήγησης και ταυτόχρονα δεν αγιοποιεί κανέναν, ορίζοντας το μερίδιο της ευθύνης που φέρει ο κάθε χαρακτήρας. Επιπλέον, παρουσιάζει μια ιρανική κοινωνία μακριά από το – σύνηθες – επίκεντρο της Τεχεράνης και στήνει την εξιστόρησή της γύρω από ένα έθιμο που δεν έχουμε ξαναδεί στη μεγάλη οθόνη και αφορά τον «προσωρινό» γάμο, μια πρακτική που χρησιμοποιείται στη χώρα για να ξεπερνιούνται νομικές τρύπες ή για να δικαιολογείται η ηθική παράμετρος μερικών πράξεων στα μάτια της παράδοσης. Το «Ένας Χωρισμός» του Ασγκάρ Φαραντί παρουσίασε στο διεθνές κοινό ότι πλέον και το Ιράν έρχεται αντιμέτωπο με καταστάσεις ενδοοικογενειακής κρίσης. Η «Ιστορία της Nahid», ωστόσο, πέραν του ότι μοιράζεται με εκείνη την ταινία μία εκ των ηθοποιών της, επιχειρεί να αποδείξει ότι αυτό μπορεί να είναι μόνο η αρχή της ιστορίας.
Το φιλμ της Παναχαντέ, βέβαια, δεν διαθέτει την πολυπλοκότητα της ταινίας του Φαραντί, ούτε και την ψύχραιμη ματιά της. Συγκριτικά και θεματικά, υστερεί εμφανώς ακόμα και σε σχέση με το πιο πρόσφατο «Διαζύγιο: Η Δίκη της Viviane Amsalem», το οποίο αποφεύγει να κατηγοριοποιηθεί αυστηρά στα τυπικά κινηματογραφικά είδη. Η «Ιστορία της Nahid», αν και καταφέρνει να στοιχειοθετήσει την απόγνωση της ηρωίδας της και να την τοποθετήσει ως χαρακτήρα σε μια σύγχρονη αστική τραγωδία, καταφεύγει περισσότερο συχνά από όσο θα της έκανε καλό στις τεχνικές του μελοδράματος, υπερφορτώνοντας το δράμα ή τις κακουχίες για να κάνει πιο σαφή τον σκοπό της. Ο χωρισμός, ο πρώην που είναι και χρήστης ναρκωτικών ουσιών, ο νέος στωικός δυνάμει σύζυγος, η κόρη του που διεκδικεί τον πατέρα της, το σόι που πιέζει και κρίνει, η γειτονιά που συνεχώς παρατηρεί και γνωρίζει τα πάντα, ο συνεχής κίνδυνος της απώλειας της κηδεμονίας ενός παιδιού, οι οικονομικές δυσκολίες, οι φωνές και οι διαμάχες αποτελούν τον διαρκή καμβά αυτής της δημιουργίας, που ορισμένες φορές καταρρέει κάτω από το ίδιο της το δράμα.
Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην της αναγνωρίσει την προσπάθεια να δημιουργηθεί μια πολύπλευρη αντιμετώπιση του διλήμματος και να παρουσιαστεί η ιστορία πέρα από κάθε μεροληπτική μεριά. Η εικονογραφία της αφήγησης, επίσης, εμφανίζεται ιδιαίτερα αναζωογονητική, περιστρεφόμενη γύρω από τα παράλια της Κασπίας Θάλασσας και τον χειμωνιάτικο ουρανό, που επιχειρεί να εξωτερικεύσει την εσωτερική αναταραχή της ηρωίδας. Επιπρόσθετα, το τέλος επιστρέφει σε ρεαλιστικά και χαμηλότονα μονοπάτια, αποχαιρετώντας την ταινία στον σωστό τόνο. Είναι πολύ δύσκολο, όμως, να αγνοήσει κανείς την υπερβολή των ερμηνειών και το retro στήσιμό τους, σαν σε φιλμ από το μελοδραματικό παρελθόν των 50’s, ή να αποκαλύψει πολλές φορές την ουσία πίσω από την υπερβολικά προβεβλημένη μιζέρια. Είναι το ίδιο το πάθος τής ταινίας εκείνο που την εξυψώνει αλλά και, τελικά, την περιορίζει, θέτοντάς την σε πλαίσιο που αρχικά πασχίζει να αποφύγει.