FreeCinema

Follow us

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΟΡΙΑΝ ΕΞΠΡΕΣ (1974)

(MURDER ON THE ORIENT EXPRESS)

  • ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Μυστηρίου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σίντνεϊ Λουμέτ
  • ΚΑΣΤ: Άλμπερτ Φίνεϊ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Λόρεν Μπακόλ, Σον Κόνερι, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Τζον Γκίλγκουντ, Άντονι Πέρκινς, Τζάκλιν Μπίσετ, Γουέντι Χίλερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS

O δαιμόνιος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό γίνεται ο απροσδόκητος τελευταίος επιβάτης του Οριάν Εξπρές από την Κωνσταντινούπολη προς τη Γαλλία. Το ταξίδι θα διακοπεί απότομα εξαιτίας μιας χιονοθύελλας, την ίδια στιγμή που ο ντετέκτιβ καλείται να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός συνεπιβάτη του.

Το (ελληνικό ειδικά) κινηματογραφόφιλο κοινό μοιάζει να μην χορταίνει τις ταινίες που βασίζονται σε βιβλία της Άγκαθα Κρίστι. Οπότε τι καλύτερο από την, για πολλούς, πιο επιτυχημένη (από κάθε άποψη) φιλμική μεταφορά έργου της, και μάλιστα για πρώτη φορά σε ψηφιακή κόπια;

Λίγο-πολύ, τα είχαμε ξαναπεί σχεδόν δύο χρόνια πριν, όταν ο Κένεθ Μπράνα έκανε μια τρομερά εμπορική, αλλά καλλιτεχνικά απογοητευτική διασκευή του ίδιου έργου. Το δικό του «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» ήταν γεμάτο λαμπερούς stars, CGI, άφθονη «μοντέρνου ύφους» δράση και τον χαρακτηριστικό ναρκισσισμό του σκηνοθέτη / πρωταγωνιστή του. Ωστόσο, τούτη εδώ, η πρώτη μεταφορά τού δημοφιλέστερου βιβλίου της Κρίστι, παραμένει μακράν η διαχρονικά καλύτερη επιλογή.

Ένας εκ των κορυφαίων Αμερικανών σκηνοθετών της «χρυσής γενιάς» που έλαμψε κυρίως στις δεκαετίες του ‘70 και του ’80, ο Σίντνεϊ Λουμέτ, αποφάσισε να ξεφύγει για λίγο από το καλλιτεχνικά απαιτητικό είδος των πολιτικο-κοινωνικών ταινιών, για τις οποίες έμεινε για πάντα στην κινηματογραφική ιστορία (έχοντας ήδη μόλις γυρίσει το «Σέρπικο», για παράδειγμα), και να κάνει κάτι πιο «ψυχαγωγικό». Ο ιδανικός σεναριογράφος για τη διασκευή της ιστορίας βρέθηκε στον Βρετανό Πολ Ντεν («Τζέιμς Μποντ Εναντίον Χρυσοδάκτυλου», «Ο Πλανήτης των Πιθήκων»), τα δικαιώματα και η «ευχή» της ίδιας της γηραιάς κυρίας Κρίστι επιτέλους εξασφαλίσθηκαν (έως τότε η Κρίστι ήταν ανένδοτη στο να συναινέσει σε μία κινηματογραφική μεταφορά!) και το υπέρλαμπρο καστ (ακόμη και σήμερα ίσως το πιο αξιοζήλευτο στην ιστορία του σινεμά) σιγά-σιγά συγκεντρώθηκε. Το αποτέλεσμα, μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία που, όπως φαίνεται από τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια ύπαρξής της, βρίσκεται ακόμα σε τεράστια ζήτηση από το ευρύτερο, παγκόσμιο κοινό που μοιάζει να μην χορταίνει να την (ξανα)βλέπει.

Ασφαλώς, η απίστευτη λίστα ηθοποιών που καυχιέται πως έχει η ταινία αποτελεί και την εμφανέστερη αιτία της μακροχρόνιας γοητείας της. Η Λόρεν Μπακόλ αποφάσισε να επιστρέψει με αυτήν στο σινεμά έπειτα από επτά χρόνια απουσίας, το ίδιο και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, της οποίας αυτή η (περιορισμένης χρονικά παρουσίας) επιστροφή ανταμείφθηκε με το τρίτο της Όσκαρ (εδώ για δεύτερο γυναικείο ρόλο), ο Σον Κόνερι το είδε σαν ευκαιρία να αναζωογονήσει την καριέρα του λίγα μόλις χρόνια μετά την αποχώρησή του από τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ, ενώ νεαρότεροι ηθοποιοί (Τζάκλιν Μπίσετ, Μάικλ Γιορκ, Άντονι Πέρκινς, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ κ.λπ.) βρέθηκαν συνταξιδιώτες και συν-ύποπτοι με τη γηραιότερη γενιά των Τζον Γκίλγκουντ, Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ και Γουέντι Χίλερ. Στο επίκεντρο του καστ, το κάποτε «χρυσό αγόρι» του βρετανικού σινεμά, στον ρόλο που κανείς δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε (ή θα ήθελε) να αναλάβει. Ο Άλμπερτ Φίνεϊ, τότε μόλις 37 ετών, ψηλός, μυώδης και κατάξανθος, στο ζενίθ της καριέρας του, ανέλαβε τον ρόλο του κοντούλη, γεματούλη, μεσόκοπου, μελαχρινού Βέλγου ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό και, με τη βοήθεια δίωρης καθημερινής προετοιμασίας με προσθετικά, μακιγιάζ και διάφορα ερμηνευτικά τρικ, μεταμορφώθηκε στον εκκεντρικό μα τόσο αγαπητό ντετέκτιβ που αναλαμβάνει ν’ ανακαλύψει τον δολοφόνο ενός αινιγματικού Αμερικανού επιχειρηματία με… σκοτεινό παρελθόν.

Ωστόσο, το λιγότερο προφανές μυστικό της επιτυχίας της ταινίας είναι το αρμονικό ταίριασμα μεταξύ του σεναρίου του Ντεν και της σκηνοθεσίας του Λουμέτ. Με τη δράση να λαμβάνει χώρα στο κλειστοφοβικό σκηνικό μόλις δύο βαγονιών του πολυτελούς τρένου, τόσο η πλοκή όσο και η αφηγηματική δομή είναι γεμάτες από επιτυχημένους (έως και κατά καιρούς «πιασάρικους») διαλόγους και ατάκες, που ο Λουμέτ καθοδηγεί έξοχα από τα στόματα των θρυλικών ηθοποιών του, πότε με φυσικότητα, πότε με παιχνιδιάρικο χιούμορ, πότε με εκείνο το επίτηδες παλαιομοδίτικο «τουπέ» της εποχής που αναβιώνει, των σαγηνευτικών, μεσοπολεμικών ‘30s. Το ευφυές σενάριο δένει ιδανικά με την ανεπιτήδευτη μα τόσο πλούσια σκηνοθεσία που δεν καταφεύγει σε εύκολους εξωτερικούς εντυπωσιασμούς και εφετζίδικη δράση (Λουμέτ καλεί Μπράνα, over!), και αφήνει το ίδιο το τρένο να γίνει άλλος ένας πρωταγωνιστικός ρόλος που πότε βοηθά, πότε μπερδεύει το έργο του δαιμόνιου ντετέκτιβ στην ανακάλυψη της πολυεπίπεδης αλήθειας.

Ο Λουμέτ συμβαδίζει με την αφηγηματική εξέλιξη του βιβλίου της Κρίστι, ξεδιπλώνοντας την ιστορία πίσω από τον φόνο με ψυχραιμία και υπομονή, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να τραβήξει το κοινό του (κάτι σαν αργοπορημένο επιβάτη) μέσα στο Οριάν Εξπρές, δημιουργώντας μια απτή αίσθηση κλειστοφοβίας αλλά και τρόμου, καθώς ένας-ένας οι επιβάτες / ύποπτοι αποκαλύπτουν τη σκοτεινή τους πλευρά και τα κρυμμένα τους μυστικά στον Πουαρό και, κατ’ επέκταση, σε εμάς. Η κάμερα του Λουμέτ γίνεται συχνά η ματιά, το βλέμμα του Πουαρό, φέρνοντας τον θεατή πρόσωπο με πρόσωπο (κυριολεκτικά) με τους υπόπτους, με μερικά κοντινά πλάνα που μπορεί να μην είναι τα πλέον κολακευτικά των πρωταγωνιστών, ωστόσο σίγουρα πετυχαίνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: να φαίνονται όλοι πειστικά… ύποπτοι (ειδικά η γηραιά Γουέντι Χίλερ ως πριγκίπισσα Ντραγκομίροφ, με τη βοηθό της, Χίλντεγκαρντ, ενσαρκωμένη από τη Ρέιτσελ Ρόμπερτς, αποτελούν τις απόλυτες μάσκες αυστηρότητας). Το ίδιο κάνει και με το φονικό όπλο στην τελική flashback σεκάνς αποκάλυψης, καθώς η κάμερα το ακολουθεί από κοντά, ενώ πετυχαίνει… επαναλαμβανόμενα τον στόχο του, δημιουργώντας ανατριχίλες στο κοινό.

Το καστ, το σενάριο, η σκηνοθεσία, το πρωτότυπο υλικό, όλα συγκεντρώνονται αρμονικά για να δημιουργήσουν μια απόλυτα κλασική και διαχρονικά δημοφιλή ταινία η οποία προσφέρει εκείνη την ανόθευτη κινηματογραφική ψυχαγωγία που έχουμε φτάσει να αποζητούμε τόσο πολύ σε τούτη την μπερδεμένη, επιτηδευμένη και, τελικά, πλειοψηφικά ανέμπνευστη εποχή…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Εάν δεν το έχεις δει ακόμα, σε ποιον πλανήτη ζούσες τόσα χρόνια; Αλλά και αναρίθμητες φορές να το έχεις δει σε σινεμά και τηλεόραση, είναι από εκείνες τις ταινίες που θα σε τραβάει πάντα για ακόμη μία θέαση, πόσω μάλλον σε σινεμά και ψηφιακά αποκατεστημένη (όχι ότι αυτό θα τη βοηθήσει κάπως, αλλά ενδέχεται να παρατηρήσεις λεπτομέρειες που δεν είχες ξαναδεί). Αν, πάλι, σου έχει μείνει ως πιο πρόσφατη ανάμνηση η προπέρσινη ταινία του Μπράνα, τότε επιβάλλεται μια κινηματογραφική επίσκεψη, για να κατανοήσεις καλύτερα τη διαφορά ουσιαστικής ποιότητας από… «φωνακλάδικα» στουντιακά φούμαρα.


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!