ΜΟΥΦΑΣΑ: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ (2024)
(MUFASA: THE LION KING)
- ΕΙΔΟΣ: (Animation) Οικογενειακή Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπάρι Τζένκινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Αποκομμένος από σπίτι και γονείς εξαιτίας καταιγίδας, ο μικρός (ακόμα) Μουφάσα υιοθετείται από οικογένεια λιονταριών, επιθυμώντας όσο τίποτε άλλο να επανασυνδεθεί με τους δικούς του στον μυθικό παράδεισο του Μιλέλε. Οι κίνδυνοι και οι προδοσίες, όμως, παραμονεύουν.
Μην είναι ο Έιμπραχαμ Λίνκολν ως νεαρός, οραματιστής δικηγόρος στο «Ο Νεαρός Κύριος Λίνκολν» (1939); Μην είναι κάποιος Άντολφ Χίτλερ, όταν το πάλευε να γίνει ζωγράφος κι έπιανε (υποτιθέμενες) φιλίες ακόμη και με Εβραίους στο «Max» (2002); Μην είναι (έστω) ο μυθιστορηματικός Σέρλοκ Χολμς, του οποίου η νεανική ροπή προς το μυστήριο τον έσπρωχνε προς την «Πυραμίδα του Φόβου» (1985); Όχι! Είναι ο animated Μουφάσα, από τον ντισνεϊκό θρίαμβο του «Βασιλιά των Λιονταριών» (1994), ο οποίος κατόπιν της CGI… live action προαγωγής του το 2019, επιστρέφει με παρόμοιο τρόπο για να μας διηγηθεί τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, από τον καιρό της ορφάνιας μέχρι την μετέπειτα βασιλεία του. Σαν να λέμε… χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει!
Όσα αναφέραμε για το άτοπο του CGI εγχειρήματος του προηγούμενου «Βασιλιά των Λιονταριών» ισχύουν στο ακέραιο (και εις διπλούν) για τούτο το prequel, το ανώφελο του οποίου καθιστά ως το πλέον άχρηστο σχετικής λογικής φιλμ που έχει υπάρξει! Προσπαθώντας, λοιπόν, να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, ο οργανισμός Disney επιστρέφει στο σύμπαν του εκ των μεγαλύτερων σουξέ του καταλόγου του, επιχειρώντας να ρίξει φως στο πως ο αγαπητός από όλα τα ζώα της αφρικανικής σαβάνας Μουφάσα έγινε τρανός και δίκαιος «Βασιλιάς». Τούτο συμβαίνει υπό τη μορφή flashback, καθώς κρίθηκε μάλλον απαραίτητο να υπάρχει μια κάποια σύνδεση με τους χαρακτήρες του original φιλμ, κάποιοι εκ των οποίων (λαμβάνοντας θέση ακροατηρίου) ακούνε από τα χείλη του σοφού μπαμπουίνου Ραφίκι τα όσα συνέβησαν στα μέρη τους λίγα χρόνια πριν.
Το καταστασιακό που στήνεται έχει να κάνει με μία συνήθη ντισνεϊκή ιστορία έλλειψης οικογενειακής θαλπωρής, σε συνδυασμό με τη σφοδρή επιθυμία αναζήτησής της, ενώ σε δεύτερο επίπεδο υπεισέρχεται η τραγωδία της εκδίκησης που στρώνει το απαραίτητο έδαφος για ίντριγκες και προδοσίες. Κατά το οδοιπορικό προς το άγνωστο του γαλήνιου τόπου Μιλέλε, ο μικρός Μουφάσα νιώθει (έπειτα από ατυχές περιστατικό) την ανάσα κακιασμένης αγέλης λευκών λιονταριών, τα οποία θέλουν να τον βγάλουν από τη μέση, διαβλέποντας (συν τοις άλλοις) το μη συμβατό με το συμφέρον τους «βασιλικό» του μέλλον. Η περιπλάνηση διακόπτεται από τα κλασικά για τις παραγωγές της Disney… τραγούδια και χορούς, που αν και σε ποσότητα (συγκριτικά) έχουν κάπως μαζευτεί, από ποιότητα δεν έχουν να προσφέρουν ούτε μία αξιομνημόνευτη pop μελωδία, ξεπερνώντας (ειδικά στην περίπτωση του «Bye Bye») το όριο της γελοιότητας.
Τα όσα φοβερά και τρομερά αποκαλύπτονται σε σχέση με τα παιδικά χρόνια του Μουφάσα έχουν να κάνουν με αναμφίβολα… «σπουδαίας» σημασίας γεγονότα, όπως με ποιο τρόπο ο Σκαρ απέκτησε την ουλή στο πρόσωπό του ή που βρήκε ο γέροντας Ραφίκι το ξύλινο μπαστούνι του. Τα συγκεκριμένα, βέβαια, συμβαδίζουν (τουλάχιστον) με όσα ξέρουμε πως συμβαίνουν στο original φιλμ, διότι υπάρχουν και άλλα που σε βάζουν σε σκέψεις. Δεν αναφέρομαι μόνο στην απουσία οποιασδήποτε αγωνίας για το κατά πόσο ο Μουφάσα και ο σημαδεμένος (#diplhs) αδελφικός του φίλος Τάκα φτάσουν τελικά στο Μιλέλε (#spoiler alert από το έτος 1994: καταφέρνουν και φτάνουν!), αλλά και στη συνειδητοποίηση πως ο καλός «Βασιλιάς των Λιονταριών» δεν έχει ίχνος γαλαζοαίματου από γεννησιμιού του, καθώς (όπως φαίνεται) πρόκειται για μοναδική περίπτωση μονάρχη που ανέβηκε στον θρόνο μέσω δημοκρατικών διαδικασιών! Για να μην πιάσουμε τα κουλά «μεσσιανικά» οράματα του νεαρού Ραφίκι, σχετικά με την επικείμενη άφιξη ενός βασιλέα ή την ανάγκη μια τέτοια ιστορία μίσους και θανατικού να ειπωθεί υπό μορφή παραμυθιού, ώστε να διασκεδάσει η μικρή πριγκίπισσα Κιάρα, όσο ο μπαμπάς Σίμπα και μαμά Νάλα λείπουν σε ταξίδι στο λιβάδι της γονιμότητας (!), γιατί άκρη δεν θα βγει καμία.
Αν πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε κάτι θετικό σε όλο αυτό το κατασκεύασμα, τότε αναγκαστικά θα καταφύγουμε στην αδιαπραγμάτευτη ποιότητα παραγωγής της Disney, σε συνδυασμό με κάποιους εκ του (αγγλόφωνου) voice casting που φαίνεται πως στ’ αλήθεια διασκέδασαν την όλη φάση (βασικά… ο Σεθ Ρόγκεν ξανά, ως φακόχοιρος Πούμπα). Έπειτα διαβάζεις ότι σκηνοθέτης όλου αυτού είναι ο Μπάρι Τζένκινς του οσκαρικού «Moonlight» (2016) και κάπου αναρωτιέσαι: μα τι διάολο γίνεται εδώ χάμω ρε ‘σεις;