MOUNTAIN (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζένιφερ Πίντομ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 74'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Μια οπτικοακουστική οδύσσεια στις ψηλότερες κορυφές του πλανήτη, στο δέος και την έλξη που προκαλούν, στους θριάμβους και τις τραγωδίες που στεγάζουν.
Δύσκολα χωράει στον όρο ντοκιμαντέρ αυτό το φιλμ. Συνεργασία της πολυβραβευμένης ντοκιμαντερίστριας Τζένιφερ Πίντομ στη σκηνοθεσία, του συνθέτη Ρίτσαρντ Τονέτι και της Αυστραλιανής Ορχήστρας Δωματίου στη μουσική επένδυση, του επίσης πολυβραβευμένου συγγραφέα Ρόμπερτ Μακφάρλεν («Mountains of the Mind») στο «σενάριο» και του Γουίλεμ Νταφόου στην αφήγηση, βιώνεται ως υποβλητική κινηματογραφική εμπειρία που ξεπερνά τα είδη και φλερτάρει με πιο αφηρημένες και αφαιρετικές εκφάνσεις τέχνης. Μουσική, λογοτεχνία και άνευ επεξήγησης ή πλοκής εικόνες, συνταιριάζονται όχι τόσο για να καταγράψουν τη γοητεία που ασκούσαν πάντα τα βουνά ή την ενστικτώδη ανθρώπινη ορμή κατάκτησής τους, όσο για να κοινωνήσουν το τι εστί να στέκεσαι στη σκιά, να αναρριχάσαι στα απότομα πλευρά τους, να φτάνεις στις κορυφές, να πέφτεις ή να απογειώνεσαι από αυτές.
Παρόλο που η Ιστορία δεν αγνοείται. Η Πίντομ στέκεται φευγαλέα σε κάποια σημαντικά γεγονότα. Χρησιμοποιώντας αρχειακό, ειδησεογραφικό ασπρόμαυρο ή μη υλικό, καθώς και αποσπάσματα από την προηγούμενη δουλειά της, «Sherpa», ρίχνει φως στους πρωτοπόρους της ορειβατικής ιστορίας, στους θριάμβους, αλλά και τις άσχημες ήττες της. Με την ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση της κορυφής του Έβερεστ ως κυριότερη και τραγικότερη από αυτές, καθώς όχι μόνο έχει μετατρέψει τη βάση του βουνού σε έναν τεράστιο σκουπιδότοπο, αλλά και καταδυναστέψει τις ζωές των σέρπα – των ντόπιων που για ελάχιστα χρήματα και υπό άθλιες συνθήκες εργασίας αναλαμβάνουν να οδηγήσουν τους πλούσιους ξένους τουρίστες στην κορυφή. Ακόμα. Παρόλο που τον Απρίλιο του 2014, 16 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στη χειρότερη τραγωδία που έλαβε ποτέ χώρα στο ψηλότερο σημείο της Γης.
Δεν είναι, όμως, η Ιστορία που απασχολεί την Πίντομ και τους συνεργάτες της. Συλλαμβάνοντας τις προσπάθειες, τον αγώνα, τα ακροβατικά, τα χαμόγελα και τα (παγωμένα) δάκρυα, τις κραυγές νίκης ή αγωνίας ορειβατών από κάθε διάσημη ή μη (αλλά επί της οθόνης απροσδιόριστη), ξερή, πράσινη ή χιονισμένη, πλαγιά ή κορυφή βουνού του πλανήτη, ανοίγει διάλογο με τα αντανακλαστικά και τις αισθήσεις σου. Όχι απευθείας με τη λογική σου. Ντύνοντας τις εικόνες της με τον αποκαλυπτικό, ορχηστρικό παλμό των μουσικών του Τονέτι, τον ποιητικό λόγο του Μακφάρλεν και την υποβλητική αφήγηση του Νταφόου, δεν τις λογοκρίνει. Ούτε τις χωρά σε συγκεκριμένα όρια. Δεν τις φορτώνει με προφανείς κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες ή ηθικοπλαστικά διδάγματα. Σου τις καταθέτει ανοιχτές και ελεύθερες. Να συμπληρώσεις τα κενά. Να στοχαστείς τη συχνά παράλογη σχέση του ανθρώπου όχι μόνο με τα βουνά, αλλά και ολόκληρη τη φύση. Να αφεθείς στην άγρια ομορφιά. Μόνος. Με κομμένη την ανάσα. Σαν να ήσουν εκεί. Ψηλά.