ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ (2023)
(MON CRIME)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρανσουά Οζόν
- ΚΑΣΤ: Νάντια Τερέζκιεβιτς, Ρεμπεκά Μαρντέρ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Φαμπρίς Λουκινί, Ντανί Μπουν, Αντρέ Ντισολιέ, Εντουάρ Σαλπίς, Φελίξ Λεφέμπβρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE / TANWEER
Στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30, πτωχή πλην τίμια ηθοποιός κατηγορείται για τον φόνο μεγαλοπαραγωγού. Η καλύτερή της φίλη, μία άνεργη δικηγόρος, θα αναλάβει την υπεράσπισή της, βασιζόμενη στο σενάριο της άμυνας απέναντι σε βίαιη απόπειρα κακοποίησης. Ο Τύπος θα μετατρέψει την κατηγορούμενη σε star και σύμβολο φεμινισμού, όμως, είμαστε σίγουροι πως η αλήθεια θα λάμψει;
Θα κάνω μια φανταστική υπόθεση. «Το Έγκλημά μου» μοιάζει με έκκληση των Γάλλων παραγωγών προς τον Φρανσουά Οζόν, να κάνει (επιτέλους!) μια κανονική ταινία (έχω χάσει το μέτρημα σε έτη, για να σας απαντήσω πότε συνέβη κάτι τέτοιο για τελευταία φορά…). Είναι σαν να τους άκουγα, καθώς (θα) εκλιπαρούσαν: «Έλα, παιδάκι μου, κάνε μας τη χάρη. Αφού μπορείς! Θα σου δώσουμε και γερό budget. Και δυνατό καστ. Να φχαριστηθεί ο κόσμος!». Και τον έπιασε ένα είδος πατριωτισμού τον Οζόν, πήρε ένα θεατρικό των Ζορζ Μπερ και Λουί Βερνέιγ από το 1934 (το οποίο είχε ανακαλύψει και το Χόλιγουντ στο παρελθόν, με τα φιλμ «Οι Γυναίκες Αγαπούν τα Ψέματα» του 1937 και «Cross My Heart» του 1946), του φρεσκάρισε τα μηνύματα ώστε το έργο να ταυτίζεται καλύτερα με τη σύγχρονη φεμινιστική agenda, διατήρησε από σεβασμό (σινεφιλίας) το παλιακά screwball ύφος του και… ιδού η πιο ψυχαγωγική και προσβάσιμη στο mainstream κοινό ταινία της φιλμογραφίας του!
Η Μαντλέν και η Πολίν συγκατοικούν σ’ ένα παριζιάνικο διαμέρισμα και κρύβονται εδώ και μήνες από τον σπιτονοικοκύρη τους εξαιτίας χρέους ενοικίων που ή θα τις οδηγήσει στο δρόμο ή… στην αυτοκτονία. Αμφότερες άνεργες, δίχως δουλειά στην υποκριτική η πρώτη και στα δικαστήρια η δεύτερη, θα βρεθούν στο επίκεντρο της προσοχής ολόκληρης της χώρας, όταν η Μαντλέν κατηγορηθεί για φόνο και η Πολίν αναλάβει την υπεράσπισή της. Θύμα, ένα ζάμπλουτος παραγωγός θεαμάτων που «ρίχτηκε» στην Μαντλέν κι εκείνη (ενδεχομένως) τον σκότωσε για να προστατεύσει τη γυναικεία της τιμή.
Το φιλμ εισάγει σταδιακά κάμποσες ρομαντικές υποπλοκές για να κρίνει τις σχέσεις των δύο φύλων, τη συμφεροντολογία στη συμπεριφορά και των δύο, τη σημασία της ταξικής προέλευσης, τα στερεότυπα που κάνουν την κοινωνία να επιλέγει τη μία ή την άλλη πλευρά και το πώς το ψέμα μανιπιουλάρει τους πάντες. Πέραν του θηλυκού κέντρου βάρους, τα αρσενικά της ταινίας, κυρίως από θέσεις ισχύος, διακωμωδούνται με κυνισμό και λίγο μετά την έκβαση του δικαστικού αγώνα της Μαντλέν, προκύπτει και μία (πρώτη!) αφηγηματική ανατροπή με ύπουλες αναφορές στον κόσμο της 7ης Τέχνης και στη… συμφορά της έλευσης του ήχου στο σινεμά! Αυτή αναζωογονεί ευχάριστα το καταστασιακό και προκαλεί ουκ ολίγα κωμικά μπλεξίματα, τα οποία θα οδηγήσουν σε ένα θαυμαστής έμπνευσης twist για το φινάλε.
Σκηνοθετικά, ο Οζόν δεν έχει τη λεπτότητα και τη φινέτσα ενός Λιούμπιτς (ούτε καν της αντίστοιχης περιόδου του ‘30, για να λέμε του στραβού το δίκιο, πόσω μάλλον της ωριμότητας του στα ‘40s), δεν κατανοεί πλήρως τους κωμικούς κώδικες του συγκεκριμένου genre, αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι σε θέση να «κοπιάρει» τα… gay (κατά την παλαιά έννοια της λέξης!) φιλμικά αρχέτυπα που τον προσελκύουν, ώστε να μας παραδώσει ένα αξιοπρεπέστατα (faux) retro «love letter» στην περίοδο δράσης του έργου. Το καστ υποστηρίζει το εγχείρημα στα όρια του εφικτού, όμως, η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι εκείνη που καταφέρνει το πλέον σκαμπρόζικο και φαρσικό upgrade με το που εμφανίζεται, συντονισμένη (και) με την παιχνιδιάρικη μουσική υπόκρουση του Φιλίπ Ρομπί.
Σε μία σύγχρονη εποχή όπου η «πολιτική ορθότητα» έχει σοβαρέψει… επικίνδυνα άσχημα, ο Οζόν μας καλεί ν’ αντιμετωπίσουμε τα θέματα του φιλμ, από τα δικαιώματα της γυναίκας μέχρι το αλάνθαστο (;) της Δικαιοσύνης, με χιουμοριστική ελαφρότητα που δεν αρνείται να φλερτάρει και με την «εκτροχιασμένη» καρικατούρα. Τουλάχιστον, εδώ είναι σινεμά. Το τέλειο «άλλοθι», δηλαδή!