MOMMY (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Ντολάν
- ΚΑΣΤ: Ανν Ντορβάλ, Αντουάν-Ολιβιέ Πιλόν, Σουζάν Κλεμάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 139'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Η Ντιάν βγάζει τον Στιβ από το ίδρυμα. Είναι μάνα. Έχει καθήκον. Εκείνος δημιουργεί μονάχα προβλήματα. Και η Καϊλά, η μικροαστή σύζυγος της διπλανής πόρτας, θα μπει στη ζωή τους για να καλύψει… ένα κενό. Αυτό που λείπει από το κάδρο;
Το σινεμά του Ξαβιέ Ντολάν είναι ατελές. Η αφήγησή του είναι ένα πυροτέχνημα, το μελόδραμά του είναι για «κράξιμο» (#diplhs), οι εικόνες του μοιάζουν να είναι βγαλμένες από «μοδάτη» φωτογράφιση περιοδικού, από τα πορτρέτα του μέχρι τα αστικά τοπία ή το στοιχείο της φύσης. Κάτι λείπει από το όλο «πλάνο», κάτι χάνεται (αν όχι και ο ίδιος σε αυτό…). Οποία ειρωνεία. Το κάδρο του «Mommy» περιορίζεται (σχεδόν αποκλειστικά) στο aspect ratio του 1:1 (format με το οποίο είχε «παίξει» το 2013, σκηνοθετώντας το music video τού τραγουδιού «College Boy» για το γαλλικό συγκρότημα των Indochine). Λες και θέλει να δηλώσει μια απουσία (προσωπικά, επιλέγω αυτή την «ανάγνωση» ως πιο λειτουργική). Ο νεαρός σκηνοθέτης δήλωσε πως με αυτόν τον τρόπο ήρθε πιο κοντά στους ήρωές του, τους «αιχμαλώτισε», έκανε μια χειρονομία αγάπης. Ειρωνεία ξανά. Σε μια από τις πρώτες και πιο χαρακτηριστικές φράσεις του φιλμ, κρατάμε μέσα μας αυτή την «ευνουχιστική» διαπίστωση: «Αγαπώντας τους ανθρώπους δεν τους σώζεις. Η αγάπη δεν παίζει ρόλο. Δυστυχώς…».
Αυτό το «κουτσουρεμένο» από αριστερά και δεξιά κάδρο συμβολίζει (ίσως) αυτό που λείπει από την οικογένεια της Ντιάν και του Στιβ: ένας πατέρας. Ο μακαρίτης άφησε κάμποσα χρέη στη σαραντάρα μα καπάτσα χήρα, με τον 15χρονο υιό να της θυμίζει διαρκώς πως δεν αρκεί η αγάπη. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα. Το «επώνυμο» του Στιβ. Βγήκε από ίδρυμα εξαιτίας εμπρησμού και μπαίνει ξανά στη ζωή της Ντιάν, αναζητώντας πρώτα τις καδραρισμένες φωτογραφίες τού πατέρα του, στο καινούργιο τους σπιτικό, σε μια γειτονιά του Κεμπέκ. Ναι, λείπει έντονα από το φιλμικό κάδρο η πατρική φιγούρα. Και κάπως θα βρεθεί να την «αναπληρώσει» η Καϊλά, η γειτόνισσα του απέναντι σπιτιού, μια πρώην δασκάλα που τραυλίζει και διαρκώς μας κάνει να αισθανόμαστε ότι κάτι… λείπει κι από το δικό της οικογενειακό «πορτρέτο», παρά την παρουσία ενός συζύγου κι ενός παιδιού.
Προσπαθώντας να… κεντράρεις και να εστιάσεις στη δράση τού φιλμ, το μαύρο «κενό» στην οθόνη θα σου στερεί τη χαρά της κινηματογραφικής απόλαυσης, θα σε ταλαιπωρεί όπως ο Στιβ τη μάνα του, θα βάζει τους ήρωες του «Mommy» σε μια δοκιμασία: να το καλύψουν, να το ολοκληρώσουν. Και σε μια στιγμή γαλήνης και επιθυμητής αρμονίας, όταν ο νεαρός αισθανθεί την πληρότητα που φέρνει σε αυτή την… όχι ακριβώς «Αγία Οικογένεια» η Καϊλά, θα απλώσει τα χέρια του προς το φιλμικό κάδρο και αυτή η αιφνίδια διαπλάτυνση του format θα γίνει μια ευτυχής πραγματικότητα (που, ειρωνικά, θα επαναληφθεί στη daydreaming σεκάνς της Ντιάν, η οποία φαντάζεται το ιδανικό μέλλον του Στιβ). Και οι δύο αυτές στιγμές δεν έχουν μεγάλη διάρκεια στην ταινία. Ο Ντολάν αγαπά το δράμα, όχι τη φυγή προς τη λύτρωση. Είναι ταγμένος σε δοκιμασίες και απόπειρες που αγκαλιάζουν την αποτυχία. Προτιμά να κλείνεται μέσα σε αυτές και να κλαίει (με) τη μοίρα των ηρώων του. Να πονάει για τα πράγματα που τους… λείπουν.
Ενίοτε ενοχλητικό, μερικώς αφελές, προφανώς… ατελές και με τις στερεοτυπικές σκηνές των «υποθετικών» music videos, στις οποίες ο Ντολάν μεγαλουργεί αισθητικά, από την αρχή κιόλας της καριέρας του, το «Mommy» διαθέτει ένα καστ που σαρώνει εκφραστικά και δεν σου επιτρέπει να αποτραβήξεις το βλέμμα σου από πάνω του, με την Ανν Ντορβάλ να ισορροπεί ανάμεσα στην πονετική, ικανή για τα πάντα μάνα και την… τσουλάρα καταφερτζού, τον Αντουάν-Ολιβιέ Πιλόν να μοιάζει με ωρολογιακό μηχανισμό έτοιμο να εκραγεί από τη βία ή… τα κλάματα, ενώ η ήρεμη δύναμη της Σουζάν Κλεμάν κάνει μια έξυπνη «κόντρα» σε αυτό το ιδιόρρυθμο «τρίγωνο», που δεν παριστάνει ποτέ κάτι άλλο «συμβολικά», πέραν της… πληρότητας. Στην ευτυχία. Σε μια ταινία που το κάδρο της θα σου θυμίζει για πάντα ένα τεράστιο… κενό.