ΒΑΪΑΝΑ 2 (2024)
(MOANA 2)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Ντέρικ Τζ., Τζέισον Χαντ, Ντέινα Λεντού Μίλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στην αρχαία Πολυνησία, η έφηβη (πια) Βαϊάνα ξεκινά ένα νέο παράτολμο ταξίδι στον αχαρτογράφητο ωκεανό, με στόχο ν’ ανακαλύψει ανθρώπινη ζωή στο μακρινό νησί του Μοτεφούτου. Για να φτάσει ως εκεί, όμως, θα χρειαστεί ξανά τη βοήθεια του ημίθεου Μάουι, μιας και η θαλάσσια διαδρομή κρύβει μάγια και κινδύνους.
Στο κείμενο για το «Ενκάντο: Ένας Κόσμος Μαγικός» (2021) σημείωνα πως, κατά τη γνώμη μου, ο οργανισμός Disney έχει βαλτώσει σε μία επαναλαμβανόμενη συνταγή, η οποία ως αποκλειστικό της στόχο έχει το παιδικό (βία εφηβικό) κοινό, συμπληρώνοντας τη σκέψη μου με την αναφορά πως με την προσθήκη του Disney+ στην εξίσωση, το συγκεκριμένο μοντέλο μάλλον τείνει προς παγίωση παρά προς κάτι το διαφορετικό. Ο σχετικά ενήλικος «Παράξενος Κόσμος» (2022) που ακολούθησε, κατά μία έννοια, ήρθε να διαψεύσει μέρος του συλλογισμού μου, όμως, από την άλλη σήμανε ιστορικό χαμηλό για τον οργανισμό, μιας και ο συνδυασμός πολιτικής ορθότητας και (κλεμμένης…) πλοκής από ταινίες του σινεμά του φανταστικού ήταν για… να σε βγάζει από τα ρούχα σου. Η περσινή «Ευχή» φάνηκε ν’ ανοίγει παράθυρο παλαιομοδίτικης ελπίδας για την Disney, εν τούτοις, το box-office στάθηκε αμείλικτο μπροστά στην άτυπη επιστροφή στην «αθωότητα»!
Ρίχνοντας μια ματιά στις ταμειακές επιδόσεις των πρόσφατων animated ταινιών του οργανισμού Disney, διαπιστώνεται πως η τελευταία μεγάλη original εισπρακτική επιτυχία του studio ήταν η «Βαϊάνα» (2016). Υπό αυτό το πρίσμα, το sequel δεν ήταν απλά βέβαιο πως θα έρθει, αλλά στην παρούσα φάση μοιάζει (και) με (εισπρακτική) σανίδα σωτηρίας. Επειδή με τα εκατομμύρια δολάρια δεν είναι να παίζει κανείς (τουλάχιστον για πολύ), τα τσακάλια της παραγωγής σκέφτηκαν (φαντάζομαι) το εξής «δαιμόνιο»: η πιτσιρικαρία που έσπευσε να δει προ οκτώ ετών το αυθεντικό φιλμ έχει τώρα μεγαλώσει και (πιθανότατα) έχει πιο ενήλικες κινηματογραφικές προτιμήσεις. Δεν γυρίζουμε, λοιπόν, μία αντιγραφή της πρώτης ταινίας (μιας και αποδεδειγμένα η συνταγή της είχε δουλέψει τόσο), προκειμένου να προσελκύσουμε τη νέα γενιά των δεκάχρονων; Όπερ και εγένετο! Ιδού η «Βαϊάνα 2», που με κάποιες μικροδιαφορές θα μπορούσε να είναι και η «Βαϊάνα»… σκέτο!
Η απλούστατη αυτή σύλληψη των χαρτογιακάδων της παραγωγής σκοντάφτει (ατυχώς) σε κάτι που μία ταπεινή ξεπατικωτούρα δεν θα γινόταν να διορθώσει. Η «Βαϊάνα» του 2016 ήταν ένα κάτω του μετρίου φιλμ, που οριακά (και χάριν κυρίως της «κινηματογραφικότητας» της) έφτανε σ’ ένα ανεκτό επίπεδο ψυχαγωγικής αξίας. Τουτέστιν, ένα σαν από φωτοτυπία αντίγραφό της δεν θα μπορούσε με τίποτα να ανεβάσει τον πήχη του entertainment value – και, φυσικά, αυτό ακριβώς έγινε! Η (τύπου) νέα «Βαϊάνα», λοιπόν, καλείται να διασχίσει ξανά μαγεμένες θάλασσες και καταραμένους ωκεανούς, ελπίζοντας (πλέον) να ενώσει τους λαούς της Πολυνησίας (αφού πρώτα τους ανακαλύψει), με τη διαφορά πως στην προκειμένη η σχεδία της διαθέτει ολιγομελές… ανθρώπινο πλήρωμα, ο δε ημίθεος Μάουι είναι εξαρχής συνεργάσιμος μαζί της, μιας και έχει πάρει το μάθημά του από το προηγούμενο «επεισόδιο». Εκτός αυτών, υπάρχει η (πρωτοεμφανιζόμενη) μικρούλα αδελφή της Βαϊάνα, πλην όμως η παρουσία της δεν έχει καμία απολύτως σημασία για την πλοκή, προσφέροντας μονάχα σειρά «αστείων» παλιμπαιδισμών, οι οποίοι πετυχαίνουν να ρίξουν ακόμα περισσότερο το… κατάλληλο όριο ηλικίας των θεατών.
Τα υπόλοιπα ακολουθούν με χειρουργική ακρίβεια τη λογική του original, με την οικολογική ανησυχία εκείνου να έχει παραχωρήσει τη θέση της σε κάτι το «πανανθρώπινο» και ελαφρώς… ακαταλαβίστικο. Τα τραγούδια με τον ethnic πολυνησιακό χαρακτήρα ακούγονται κάθε τόσο εν μέσω πλήρους αδιαφορίας θεματικά (με ελαφρά εξαίρεση το «Beyond»), οι κακοί μάγοι και μάγισσες μόνο ένας… Μαορί μπορεί μονάχα να γνωρίζει τι ακριβώς ζόρι τραβάνε, ενώ οι πειρατές κοκοφοίνικα δηλώνουν σταθερά παρόντες (αν και με κάπως αλλαγμένα μυαλά).
Για το τέλος άφησα το πλέον αποκαρδιωτικό στοιχείο της «Βαϊάνα», το οποίο καταδεικνύει με εξοργιστικό τρόπο την παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας και έμπνευσης που χαρακτηρίζει εσχάτως την Disney. Το ανύπαρκτο χιούμορ και η ασήμαντη πλοκή στέκουν ως πταίσματα μπροστά στην ξεδιάντροπα κλεψιμαίικη διάθεση του φιλμ, όχι μόνο απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν του studio (υπάρχει σεκάνς που θα μπορούσε άνετα να παίζει στον «Παράξενο Κόσμο»), αλλά απέναντι και σε άλλες ταινίες όπως «Η Άβυσσος» (1989)! Δίχως να μπω σε λεπτομέρειες, αναφέρω πως η απογοητευτική αντιγραφή συγκεκριμένων ιδεών της ταινίας του Τζέιμς Κάμερον είναι τέτοια που, ειλικρινά, βγάζει μάτι. Τα πιτσιρίκια, βέβαια, ουδέν θα αντιληφθούν, οπότε… όλα καλά για τον οργανισμό Disney.