MIMOSAS (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Όλιβερ Λαξ
- ΚΑΣΤ: Άχμεντ Χαμούντ, Σακίμπ Μπεν Όμαρ, Σαΐντ Αάγκλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένας ετοιμοθάνατος σεΐχης ταξιδεύει με ένα καραβάνι στη δύσβατη οροσειρά του Άτλαντα, με την ελπίδα να πεθάνει και να θαφτεί στην πατρίδα του. Σε ένα παράλληλο σύμπαν (;), ένας παράξενος, βαθιά θρησκευόμενος νεαρός καλείται να βοηθήσει το ταξίδι τους.
Πρόσφατο αγαπημένο παιδί του Φεστιβάλ Καννών, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Όλιβερ Λαξ κέρδισε τη δεύτερη συνεχόμενή του διάκριση, το Μεγάλο Βραβείο της Εβδομάδας Κριτικής, έξι χρόνια μετά το βραβείο FIPRESCI για την πρώτη του ταινία, «Todos vós Sodes Capitáns». Ως «μια μυστικιστική και επική ιστορία» την περιέγραψε η κριτική επιτροπή δίνοντάς της το βραβείο – και σίγουρα το «Mimosas» περιέχει αρκετό μυστικισμό (το «επικό» της ιστορίας είναι μάλλον ενθουσιώδης υπερβολή) και μια έντονη θρησκευτικότητα / πνευματικότητα που καταφέρνει να διαπεράσει μεμονωμένες θρησκείες και γοητεύει εύκολα το ευρύτερο παγκόσμιο κοινό, κυρίως με τα επιβλητικά και εντυπωσιακά τοπία της μαροκινής Οροσειράς του Άτλαντα.
Το ταξίδι του ηλικιωμένου σεΐχη είναι πνευματικό όσο και πραγματικό, η επιστροφή στην πατρίδα και η ταφή του μαζί με τους προγόνους του ξεφεύγει από το πλαίσιο της κλασικής τελευταίας επιθυμίας και γίνεται αποστολή προσκυνήματος, τόσο για τον ίδιο όσο και για μια μεγάλη μερίδα του καραβανιού του, μεταξύ αυτών και δύο «σκοτεινών», ύποπτων χαρακτήρων που το συνοδεύουν, συνωμοτώντας πώς θα κλέψουν τον θησαυρό που κάπου κρύβει ο σεΐχης. Ο γέροντας, όμως, πεθαίνει στα μισά του δύσκολου δρόμου και το καραβάνι αρνείται να συνεχίσει την πορεία μέσα από τα αφιλόξενα βουνά, κουβαλώντας τη σορό του. Και τότε οι δύο επίδοξοι ληστές δίνουν μια απρόσμενη υπόσχεση στη χήρα του: θα συνεχίσουν εκείνοι το ταξίδι με τη σορό και θα τη μεταφέρουν στην πατρίδα του για την ταφή. Την ίδια στιγμή, εμφανίζεται ο Σακίμπ, ένας φαινομενικά απλοϊκός νεαρός, που σχεδόν επιβάλλει τη συντροφιά του στους δύο ληστές, επιλεγμένος από τον… διευθυντή της εταιρείας ταξί όπου εργάζεται για να βοηθήσει την αποστολή! Ο Σακίμπ, βαθιά απορροφημένος από τον Σουφισμό (μια κάπως ανεξάρτητη σέκτα του Ισλαμισμού, με βασικό θεμέλιο τον Μυστικισμό), θα γίνει σταδιακά ο ηγέτης αυτού του μικρότερου καραβανιού και, μέσα από μια σειρά περιπετειών, η πίστη, η ιδεολογίες αλλά και οι σωματικές αντοχές των ταξιδιωτών θα δοκιμαστούν στο έπακρο.
Ο Λαξ δημιουργεί εδώ μια παράξενη αλλά αναπόφευκτα γοητευτική ταινία. Το φυσικό σκηνικό του Άτλαντα μέσα από την εμπνευσμένη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας, Μάουρο Χέρσε, σε συνδυασμό με τη φειδωλότητα των διαλόγων, προσκαλούν τον θεατή σε ένα βαθυστόχαστο οπτικό αλλά και πνευματικό ταξίδι, όπου δεν έχει και πολύ σημασία το όνομα της θρησκευτικής πίστης που ακολουθεί ο καθένας (αν ακολουθεί κάποια, κιόλας). Ο Μαροκινός δημιουργός εμπνεύστηκε από τα ταξίδια του στην οροσειρά και σε άλλα μέρη της χώρας του, αλλά και από τον Σουφισμό, ο οποίος διδάσκει τη μυστικιστική πορεία προς την απόλυτη γνώση του Θεού και την επίτευξη της εσωτερικής πνευματικότητας, με σκοπό την ένωση με τη φύση και το σύμπαν, χρησιμοποιώντας και κάποιες σωματικές κινήσεις (ο Λαξ χωρίζει την ταινία του σε τρία κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορεί βάσει τριών σουφικών κινήσεων). Το σενάριο που δημιούργησε φιλοδοξεί να ενώσει τις αρχέγονες θρησκευτικές παραδόσεις και θρησκοληψίες (το καραβάνι του σεΐχη και οι δύο ληστές) με τον σύγχρονο κόσμο, που αποδέχεται πιο ανοιχτόμυαλα την εσωτερική πνευματικότητα σε συνδυασμό με τη θρησκευτική πίστη, και ο Σακίμπ γίνεται ο απρόσμενος Εκλεκτός που θα συνδέσει αυτούς τους κόσμους, αυτά τα παράλληλα σύμπαντα.
Κι εκεί είναι που η ταινία αρχίζει να αποξενώνει μια μεγάλη μερίδα τού έως τούδε γοητευμένου κοινού της. Τα απότομα κοψίματα από το χρονικά ασαφές ταξίδι του καραβανιού στα ταξί τού σύγχρονου Μαρόκου που διασχίζουν μέρη της ερήμου, με χαρακτήρες να εμφανίζονται παράλληλα και στα δύο, σχεδόν κατακερματίζουν την αφηγηματική δομή και κάνουν το χρονικό πλαίσιο συχνά ασαφές και δυσνόητο, σε συνδυασμό με το (έτσι κι αλλιώς) ελλειπτικό σενάριο. Στην προσπάθειά του να μας εισαγάγει σε ένα πνευματικό ταξίδι, ταυτόχρονα με το κυριολεκτικό τούυ σεΐχη και, μετέπειτα, των δύο ληστών και του Σακίμπ (που κατά καιρούς θυμίζει παλιά αμερικανικά γουέστερν), ο Λαξ πετάει τα κίνητρα των κεντρικών ηρώων του (ειδικά των ληστών) στον αέρα και αφήνει σεναριακές αοριστίες που μάλλον αποδυναμώνουν το κατά τα άλλα αξιόλογο σύνολο του κινηματογραφικού οράματός του. Ωστόσο, πρόκειται για μια αρκετά πρωτότυπη, φιλόδοξη κινηματογραφική δουλειά που κάνει τον δημιουργό της άξιο της παγκόσμιας κινηματογραφικής προσοχής για το μέλλον.