ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ελισάβετ Χρονοπούλου
- ΚΑΣΤ: Σοφία Γεωργοβασίλη, Γιάννης Κοκιασμένος, Διώνη Κουρτάκη
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Μια κοπέλα βρίσκεται αναίσθητη σε δωμάτιο ξενοδοχείου ημιδιαμονής. Δίπλα της, ο άνδρας – θύτης. Στο περιπολικό μετά την σύλληψη, εκείνος ξαναζεί την ιστορία τους στο μυαλό του.
Ευχάριστο ξάφνιασμα αυτή η ταινία, η τρίτη μεγάλου μήκους της δημιουργού της, Ελισάβετ Χρονοπούλου. Μικρή, αλλά αρκετά τολμηρή παραγωγή που «παίζει» με την αφηγηματική της δομή και πειραματίζεται κινηματογραφικά, αποφέροντας ένα ικανοποιητικό τελικό αποτέλεσμα.
Η κάμερα είναι τα μάτια του Δημήτρη, του άνδρα που αρχικά παρακολουθεί τη νεαρή Όλγα, έχοντας μόλις ανακαλύψει το σκοτεινό μυστικό που εκείνη έχει μάθει να κρύβει τόσο καλά ώστε ακόμα και η ίδια μοιάζει να βρίσκεται σε άρνηση της καθημερινής του ύπαρξης. Σκαρφιζόμενος ένα κόλπο, τη γνωρίζει και αμέσως καταλήγει να μένει στο διαμέρισμά της, δημιουργώντας μια περίεργη πλατωνική (αρχικά) σχέση που γρήγορα εξελίσσεται σε αμοιβαία εξάρτηση με διφορούμενα μηνύματα, τρυφερές στιγμές αλλά και αμοιβαία ψυχολογικά παιχνίδια που καταλήγουν στην αρχική / τελική σκηνή της καταστροφής. Καθώς η οπτική γωνία είναι αποκλειστικά η ματιά του Δημήτρη, δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό του (ούτε στον καθρέφτη), όμως οι κινήσεις, οι αποφάσεις και οι σκέψεις του αποκαλύπτονται ξεκάθαρα στον θεατή σαν βουβός εσωτερικός μονόλογος, ενώ το αντικείμενο του πόθου / πάθους / εμμονής του, η Όλγα, γίνεται αναπόφευκτα και το δικό μας συναισθηματικό επίκεντρο.
Παρόλο που κάποιες πτυχές της ιστορίας και της αφηγηματικής εξέλιξης έχουν σημαντικές «τρύπες» που δεν βγάζουν ιδιαίτερο νόημα και δεν διατηρούν συναισθηματική συνοχή, η ταινία αποτελεί ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό – ερωτικό παιχνίδι μεταξύ των δυο ηρώων, με τα υποκειμενικά μονοπλάνα της «ματιάς» του Δημήτρη και το μυστικό που κρύβει από την Όλγα (που εμείς, ασφαλώς, γνωρίζουμε εξαρχής) να μετατρέπει τον θεατή σε συνεργό / ηδονοβλεψία αλλά και θαυμαστή τής κοπέλας που ο Δημήτρης κάνει τη μοναδική σταθερά της ζωής του (συμπεραίνουμε πως είναι άνεργος και μάλλον από τεμπέλικη επιλογή, μιας και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ασχολείται με την Όλγα). Έτσι, η τελική βίαιη αποκάλυψη των αληθειών τους μετατρέπεται σε πολύ άβολο και σκληρό, αλλά αναπόφευκτο θέαμα / τιμωρία για το ζευγάρι και για τον ίδιο τον θεατή.
Η Χρονοπούλου χρησιμοποιεί γνώριμες κινηματογραφικές τεχνικές (ιδιαίτερα από nouvelle vague κι έπειτα), ωστόσο με ένα δικό της, πειραματικό στυλ. Εκτός από την υποκειμενική ματιά, η χρήση του ασπρόμαυρου είναι πολύ επιτυχημένη, ιδιαίτερα όταν τα εξωτερικά τοπία είναι οι παλιές γειτονιές του ιστορικού τριγώνου της Αθήνας, με την Πλατεία Μοναστηρακίου και τα νεοκλασικά κτήρια της Αγοράς να σε μεταφέρουν, έστω και στιγμιαία, στην ατμόσφαιρα παλιών ταινιών της Finos Films, πριν η «μοντέρνα» θεματική και ματιά τής ταινίας σε επιστρέψουν στο παρόν. Ωστόσο, αυτό που μένει περισσότερο μετά το σκληρό φινάλε της είναι η παρουσία κι ερμηνεία της Σοφίας Γεωργοβασίλη, του έτσι κι αλλιώς συναισθηματικού επίκεντρου της ταινίας. Η νεαρή ηθοποιός, εκτός από μια άψογη και – τόσο σπάνιο σε ελληνική ταινία πια – απόλυτα φυσική ερμηνεία, βρίσκεται πάντα μπροστά στην κάμερα / ματιά, και εξωτερικεύει υπέροχα την ευαισθησία, τα διλήμματα αλλά και τη σχεδόν συγκινητική παιδικότητα του ταραγμένου χαρακτήρα της, ο οποίος μένει άθελά του τόσο ενοχικά εκτεθειμένος στο επίμονο, διερευνητικό βλέμμα του Δημήτρη και, κατ’ επέκταση, το δικό μας.