ΜΝΗΜΗ (2023)
(MEMORY)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μίτσελ Φράνκο
- ΚΑΣΤ: Τζέσικα Τσάστεϊν, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Μέριτ Γουίβερ, Τζέσικα Χάρπερ, Τζος Τσαρλς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Κοινωνική λειτουργός που κουβαλά σοβαρά τραύματα από το παρελθόν συνδέεται με ανοϊκό συνομήλικό της άνδρα, τον οποίο ενδεχομένως να γνώριζε από παλιά. Η μνήμη, όμως, παίζει παράξενα παιχνίδια.
Η «Μνήμη» είναι μία από εκείνες τις ταινίες που, τα παλιά τα χρόνια, όταν τα θερινά έπαιζαν επαναλήψεις της χειμερινής σεζόν, πιθανότατα δεν θα έβρισκε ποτέ ξανά τον δρόμο της για τη μεγάλη οθόνη. Ο συνδυασμός των γνωστών πρωταγωνιστικών ονομάτων και της βράβευσης του Πίτερ Σάρσγκααρντ για την καλύτερη ανδρική ερμηνεία στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας περισσότερο δημιουργεί απορίες για την απουσία της από τον (σαφώς πιο ταιριαστό) χειμερινό προγραμματισμό της ντόπιας διανομής. Δεν είναι κακή ταινία, με τη στενή έννοια του όρου. Είναι, όμως, ένα ιδιαιτέρως πληκτικό δράμα… άλλης εποχής.
Η Σίλβια δείχνει να βαριέται αφόρητα στην εορταστική εκδήλωση επανένωσης των συμμαθητών της, για ν’ αντιληφθεί (φεύγοντας από εκεί) πως ένας από τους παρευρισκόμενους την έχει ακολουθήσει ως το σπίτι της. Την άλλη μέρα τον βρίσκει να κοιμάται έξω από την πόρτα της, οπότε και επικοινωνεί με τον αδελφό του, ο οποίος της εξηγεί την κατάσταση: o Σαούλ βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο άνοιας, με αποτέλεσμα να ξεχνά πολλά απ’ όσα του συμβαίνουν. Μπερδεύοντάς τον (αρχικά) με έναν παλιό συμμαθητή της, από τον οποίο δεν είχε τις πλέον ευχάριστες αναμνήσεις, η ευρισκόμενη σε απεξάρτηση από το αλκοόλ κοινωνική λειτουργός Σίλβια αρχίζει σταδιακά να νοιάζεται γι’ αυτόν. Οι κάκιστες, όμως, σχέσεις που διατηρεί με τη μάνα της, εξαιτίας παιδικού τραύματος (συν)ενοχής, καθώς και η πίεση που ο Σαούλ δέχεται από τους οικείους του, δημιουργούν αλυσίδα προβλημάτων που επηρεάζει άπαντες.
Η περίπλοκη ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση της Σίλβια και του Σαούλ εξετάζεται υπό το πρίσμα αμήχανων περιστατικών, που ανά στιγμές τείνουν προς την αφέλεια. Η αίσθηση που δημιουργείται, πως ο λόγος για τον οποίο ο Σαούλ νιώθει τη Σίλβια σαν έναν τόσο δικό του άνθρωπο, είναι επειδή την εκλαμβάνει ως τη μακαρίτισσα γυναίκα του (αμφότερες κοκκινομάλλες…), και αυτό είναι ένα μόνο δείγμα των αρκετών μικρών περιστατικών τα οποία, ενώ φαινομενικά επιχειρούν να δώσουν βάση στο στόρι, επί της ουσίας δεν το οδηγούν πουθενά. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα το καταστασιακό να βαλτώνει σε μία πλήρη αδράνεια, ποντάροντας σε ένα τύποις μελοδραματικό μοτίβο, το οποίο, εν τούτοις, δεν έχει καν την τόλμη να βουτήξει στο άγριο κλάμα, παρά μόνο αφήνεται να ξύνει την επιφάνεια των πραγμάτων.
Η σεναριακή αντιμετώπιση του τραύματος σεξουαλικής κακοποίησης της Σίλβια είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η σύντομη εμφάνιση της «κακιάς» μάνας έρχεται να ενισχύσει την τραγωδία, όμως, η αντιμετώπιση ενός τόσου σοβαρού γεγονότος για την ψυχική υγεία ενός μικρού κοριτσιού τίθεται υπό καθεστώς οικογενειακής «παρέμβασης» και ουχί ενδοσκοπικής μελέτης με ενδεχόμενες προεκτάσεις που άπτονται των ενήλικων προτύπων συμπεριφοράς. Το αυτό ισχύει και με την ανεξήγητα χειραγωγική σχέση του Σαούλ με τον αδελφό του, μιας και ο δεύτερος φαίνεται να υπάρχει ως χαρακτήρας μόνο και μόνο για να δημιουργεί ένα «αόρατο» εμπόδιο στην καθημερινότητα του πρώτου.
Η Τζέσικα Τσάστεϊν και ο Πίτερ Σάρσγκααρντ φέρνουν εις πέρας τους ρόλους τους με άνεση και επαγγελματισμό, πέραν τούτου, όμως, έτερον (σχεδόν) ουδέν. Και όπου «σχεδόν», βάλτε το περίφημο «A Whiter Shade of Pale» των Procol Harum, που ακούγεται στους τίτλους τέλους ολόκληρο, έχοντας παίξει προηγουμένως ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.