MATCHING JACK (2010)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νάντια Τας
- ΚΑΣΤ: Τζασίντα Μπάρετ, Τζέιμς Νέσμπιτ, Τομ Μπάρετ, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Η Μαρίσα έρχεται αντιμέτωπη με την αιφνίδια λευχαιμία του μονάκριβου γιου της, Τζακ, και ταυτόχρονα την αποκάλυψη των κατά συρροή απιστιών του συζύγου της.
Από εκείνες τις ταινίες που μόνο αν έχεις καρδιά από πέτρα σε αφήνουν ασυγκίνητο, αλλά αφού πέσουν οι τίτλοι τέλους και η ψυχραιμία επανέλθει, επανεκκινώντας τη λογική σου, τις αντιλαμβάνεσαι καθαρά και αδιαμφισβήτητα ως χαμένες ευκαιρίες για κάτι αν όχι σπουδαίο, τότε σίγουρα πιο ικανοποιητικό…
Τι κρίμα, λοιπόν, που οι σεναριογράφοι και η σκηνοθέτιδα αυτού του δράματος (που δε θα έπρεπε να φέρει το επίθετο «ρομαντικό» στο είδος του), αναλώνονται με τα πάθη και τα λάθη του παθολογικά άπιστου συζύγου, Ντέιβιντ (ο Αυστραλός μαϊντανός σε ρόλους «κακών», αλλά μάλλον άδικα τυποποιημένος, Ρίτσαρντ Ρόξμπεργκ), ενώ θα μπορούσαν τόσο εύκολα να τον αφήσουν στο περιθώριο της αφήγησης, ως διαζευγμένο πατέρα με… σωτήριο για τον γιο του παιδί, από άλλη, παλιότερη σχέση.
Σε αυτή, την εναλλακτική περίπτωση, θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα μικρό διαμάντι για όλα όσα, ενίοτε τραγικά, αλλά πάντα ανθρώπινα μας ενώνουν, σκορπίζουν όσα μας χωρίζουν, και μας δίνουν πανίσχυρα κίνητρα να συνεχίσουμε να ζούμε, και όχι απλά να επιβιώνουμε. Ως έχει, όμως, αυτή η διακεκριμένη – σε ανά τον κόσμο… «οικογενειακά» φεστιβάλ – ταινία (που, ατυχώς, θα μπορούσε επίσης να περιγραφεί ως «η ιστορία του πώς η Μαρίσα βρήκε τον πραγματικό έρωτα στο πρόσωπο Ιρλανδού θαλασσοπόρου») κερδίζει ως ένα βαθμό τις εντυπώσεις χάρη στις απέριττες, τρυφερές ερμηνείες σύσσωμου του καστ. Και συγκινεί βαθιά μεν, φευγαλέα δε: κάθε φορά που δίνει χρόνο και βάρος στην ατρόμητη, όχι χωρίς χιούμορ και (αυτο)σαρκασμό, σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τόσο του Τζακ και του άρρωστου συγκατοίκου του στο νοσοκομείο, Φιν (ο ΜακΦι του «Ο Δρόμος» κάνει πάλι το θαύμα του), όσο και των απελπισμένων γονιών του καθενός, Μαρίσα και Κόνορ (πάντα εύστοχος ο Νέσμπιτ του «Ματωμένη Κυριακή»). Τουτέστιν, στις πιο ανεπιτήδευτες, ειλικρινείς, κωμικοτραγικές και δη, γενναιόδωρες στιγμές του.