FreeCinema

Follow us

MATADOR (1986)

  • ΕΙΔΟΣ: Ερωτικό Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέδρο Αλμοδόβαρ
  • ΚΑΣΤ: Ασούμπτα Σέρνα, Αντόνιο Μπαντέρας, Νάτσο Μαρτίνες, Έβα Κόμπο, Εουσέμπιο Ποντσέλα, Κάρμεν Μάουρα
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR

Ο Άνχελ, ένας μαθητευόμενος νεαρός ταυρομάχος που υποφέρει από ιλίγγους, έχει μία απρόσμενη σεξουαλική εμπειρία με τη Μαρία και αρχίζει να ομολογεί φόνους που… δεν διέπραξε! Παράλληλα, η Μαρία είναι μία γοητευτική δολοφόνος που εντοπίζει την ηδονή στον θάνατο, ενώ για τον Ντιέγκο, έναν πρώην ταυρομάχο, ο πόθος και ο θάνατος χορεύουν στην ίδια αρένα…

Το «Matador» είναι ένα φιλμ που θυμίζει την «Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ» (1955), αλλά και που απομακρύνεται αρκετά από το έργο του επίσης Ισπανού Λουίς Μπουνιουέλ. Δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, να είναι ένα φιλμ όπου ο θάνατος είναι πανταχού παρών, όπου η γυναίκα είναι σύμβολο πειρασμού, αλλά και ένδειξη κινδύνου συνάμα, όπου οι πρωταγωνιστές βλέπουν τον βίαιο θάνατο ως μία πράξη υπέρτατης ομορφιάς και καθαρότητας. Ο Ντιέγκο (Νάτσο Μαρτίνες) και η Μαρία (Ασούμπτα Σέρνα) είναι δολοφόνοι. Δε σκοτώνουν, όμως, επειδή είναι τρελοί, ούτε επειδή μισούν κάποιον, ούτε επειδή κερδίζουν χρήματα από τις πράξεις τους. Σκοτώνουν από αγάπη και ηδονή. Είναι αγνοί δολοφόνοι.

Ο πρώην ταυρομάχος και νυν δάσκαλος της παλιάς του τέχνης δολοφονεί τις γυναίκες επειδή μοιάζουν με τον ταύρο και προκαλούν το ταίρι τους για έναν τελετουργικά δυσάρεστο θάνατο, ο οποίος συνδέεται στενά με την ομορφιά και τον έρωτα. Η νεαρή δικηγόρος, που λατρεύει τις ταυρομαχίες και θαυμάζει τον matador, θεωρεί τον φόνο των ανδρών (στο αποκορύφωμα της ερωτικής πράξης) ως στοιχείο ζωτικότητας και σεξουαλικής διέγερσης. Και ο νεαρός Άνχελ (Αντόνιο Μπαντέρας), μαθητής του Ντιέγκο, υπερασπιζόμενος από τη Μαρία και γιος μιας θρησκόληπτης και καταπιεστικής μητέρας, ανίκανος να έρθει σε επαφή με τις γυναίκες (η ομοφυλοφιλία σε λανθάνουσα κατάσταση, αγαπημένο θέμα του Αλμοδόβαρ) και ηδονοβλεψίας (όπως το κοινό της αρένας, αλλά και οι θεατές ενός κινηματογράφου), ο οποίος «βλέπει» τα φονικά χάρη σε μία εξω-αισθητήρια αντιληπτική ικανότητα, παίρνει πάνω του την ενοχή, επειδή έτσι εξωτερικεύει την ενδόμυχη τάση του να σκοτώσει για απόλαυση, ικανοποιώντας παράλληλα τις ανεκπλήρωτες ερωτικές του επιθυμίες.

Ο Αλμοδόβαρ, δέκα χρόνια μετά την «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων» (1976) του Ναγκίσα Όσιμα και πενήντα έξι μετά τη «Χρυσή Εποχή» (1930) του Λουίς Μπουνιουέλ, αποτείνει έναν φόρο τιμής στους μεγάλους αυτούς δημιουργούς του κινηματογράφου, αφηγούμενος μία ιστορία – ταξίδι στον κόσμο του ασυνείδητου. Μόνο που, τώρα, η απελευθέρωση του σεξουαλικού ενστίκτου και ο πανηγυρισμός του θανάτου δεν επιδιώκει να σκανδαλίσει, αλλά να εναρμονιστεί με την ανομολόγητη επιθυμία του θεατή. Ο κόσμος που αυτός θέλει να δει στην οθόνη (ένας εξωτικός κόσμος εγκλήματος, συναισθηματικής ευφορίας, ασίγαστου πάθους και αστάθμητης διαστροφής) είναι μία παραμορφωμένη προβολή των δικών του φαντασιώσεων. Και ο σκηνοθέτης μεταχειρίζεται έναν διορθωτικό μηχανισμό, που αντανακλά αυτές τις πραγματικές παραμορφώσεις.

Το matador, κατ’ αρχάς, μπορεί να διαβαστεί και ως mata d’or. Δηλαδή, αντί για «ταυρομάχος» μπορεί να σημαίνει «χρυσαφένια μαλλιά», παραπέμποντας στην ξανθή γυναίκα, αυτό το παντοτινό αντικείμενο του ανδρικού πόθου, που εκπροσωπεί τον πειρασμό και τον κίνδυνο. Αντίθετα από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, όμως, ο οποίος ήξερε πάντα να «παρακολουθεί» τις ξανθές και να παράγει εντάσεις και συγκινήσεις μέσα απ’ αυτήν την παρακολούθηση – στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958), για παράδειγμα -, ο Αλμοδόβαρ βάζει την ξανθιά Σέρνα να βάψει τα μαλλιά της και να μετατραπεί σε μελαχρινή.

Έπειτα, η δράση της ταινίας του, παρ’ όλο που είναι ένα γυναικοκεντρικό φιλμ, παρουσιάζεται μέσα από ένα ανδρικό βλέμμα: αυτό του Άνχελ. Η οδύνη (και μαζί η τραγικότητα) της κατάστασής του τοποθετείται σ’ ένα καθαρά κοινωνικό (την καταπίεσή του από την οικογένεια και τη θρησκεία) και υπαρξιακό (είναι ανέραστος, προσπαθεί να μιμηθεί τον δάσκαλό του) επίπεδο, που αμβλύνει τα υποκειμενικά κίνητρα και την ατομική ψυχολογία. Επιπλέον, η φιλοσοφία του σκηνοθέτη για τη ζωή οδηγεί σ’ έναν τρόπο παρουσίασης όλων των χαρακτήρων ως θυμάτων. Έτσι, το ερώτημα του «κακού» ή της «ευθύνης» μετατοπίζεται στη συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στην αναγκαιότητα των περιστάσεων και τη ζωτική ανάγκη της διεκδίκησής τους. Ολόκληρος ο κόσμος μοιάζει με μία γκαναντερία, ένα απέραντο κτήμα εκτροφής ταύρων αρένας, και ταυτόχρονα μία χωρίς όρια κορίντα, ένας τόπος που οι κανόνες του αποσκοπούν ν’ αποδείξουν την ανωτερότητα της ηδονής, του θανάτου και των κωδίκων τιμής που τα συνδέουν («αν ο εραστής είναι καλός, πρέπει να τον/την σκοτώσεις όμορφα»).

Το «Matador» είναι, ουσιαστικά, ένα μελόδραμα – όπως όλες οι ταινίες του σκηνοθέτη της. Μια ταινία που εκθέτει και, ταυτόχρονα, συγκαλύπτει τα γηγενή στοιχεία της: τον ρεαλισμό και την τραγικότητα. Με το παράλληλο μοντάζ των αρχικών σκηνών, καθορίζει ρεαλιστικά τους δύο πρωταγωνιστές και τα κοινά τους σημεία, θέτοντας τον θεατή αντιμέτωπο με το ερώτημα «Τι πρόκειται να γίνει;». Κι από τη στιγμή της συνάντησής τους, στην αίθουσα του κινηματογράφου όπου βλέπουμε να προβάλλεται το τέλος του «Μονομαχία στον Ήλιο» (1946) του Κινγκ Βίντορ, το ερώτημα έχει απαντηθεί, δίνοντας τη θέση του σ’ ένα άλλο: «Πώς πρόκειται να γίνει;». Μετά τη συζυγία των σωμάτων, έρχεται η έκλειψη, που τους προσδίδει μια νέα φωτεινότητα: μαύρη και φλογώδη. Μέχρι να φτάσει αυτή η μαγική στιγμή της εκπλήρωσης, η διασάφηση των ψυχολογικών κινήτρων των χαρακτήρων και η «ηθική» τους πρόοδος δημιουργούν την αισθητική ικανοποίησή μας ως θεατών.

Η ταινία του Αλμοδόβαρ είναι ένα υπέροχο έργο, που οι λέξεις «αυστηρά ακατάλληλη» (που συνόδευαν την πρώτη έξοδό της στις – τρεις τότε – αθηναϊκές αίθουσες, την 24η Σεπτεμβρίου του 1987) την ευτέλιζαν και παραπλανούσαν τον θεατή της. Η τολμηρότητα του θέματος, οι εκρήξεις των αισθημάτων, η φλόγα των παθών, η ακόρεστη δίψα για την ικανοποίησή τους και, πάνω απ’ όλα, η τελική εκπλήρωση, την επιβάλλουν ως μία αιματηρή τελετουργία. Την ωθούν στα άδυτα του βασιλείου της ηδονής και του θανάτου, όπου η πλήρωση έρχεται να τονίσει την αποδοχή της παράδοσης στα αχαλίνωτα ένστικτα και να δικαιώσει τη φιλοσοφία του Ιάπωνα Γιούκιο Μισίμα: «ο βίαιος θάνατος είναι στο έπακρο ωραίος εφόσον πεθαίνει κανείς νέος».

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Η έκτη κατά σειρά μεγάλου μήκους του (τότε) «τρομερού παιδιού» του ισπανικού κινηματογράφου ήταν, σύμφωνα με το slogan της αρχικής κυκλοφορίας της, «μία πολύ ‘ισπανική’ ιστορία σεξ και θανάτου». Και παραμένει τέτοια! Δηλαδή, τολμηρή και ανατρεπτική. Γι’ αυτό και απαιτεί ανοιχτά μάτια και καθαρό μυαλό. Τα έχετε;


MORE REVIEWS

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ

Η Ζέφιρ, μία ανεξάρτητη και αυτάρκης νεαρή surfer, θα αιχμαλωτιστεί από έναν μανιακό δολοφόνο που σκοπεύει να την δώσει τροφή στους καρχαρίες. Για να σωθεί, πρέπει να βρει τρόπο να φύγει από το σκάφος του, πράγμα διόλου εύκολο για μια φυλακισμένη και δεμένη με χειροπέδες.

ΝΥΧΤΑ ΑΓΩΝΙΑΣ

Με τη βεβαιότητα της αθωότητάς του, μια ψυχίατρος φυγαδεύει αμνησιακό ασθενή της που κατηγορείται για φόνο και προσπαθεί μέσω της ψυχανάλυσης και της ύπνωσης να τον θεραπεύσει, αλλά και να μάθει τα πιο σοκαριστικά μυστικά τού «σκοτεινού» υποσυνείδητού του.

ΟΙ ΜΠΑΛΚΟΝΑΤΕΣ

Τα έλεγε ο Δάκης: Πάλι απόψε εγώ στο μπαλκόνι θα την βγάλω / Το κορίτσι να δω από το ρετιρέ το άλλο / Τη φλερτάρω καιρό κι όμως κάνει πως δε βλέπει / Είναι φλερτ πονηρό και το παίζει καθώς πρέπει / Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι / Και η αγωνία μου φουντώνει / Ποτέ θα βρεθούμε οι δυο μας μόνοι…

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΖΝΑΒΟΥΡ

Η ζωή του Σαρλ Αζναβούρ, από τα παιδικά του χρόνια στην Αρμενία, μέχρι την καθιέρωσή του ως ένας εκ των μεγαλύτερων και πλέον δημοφιλών Γάλλων τραγουδιστών.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΝΟΣ ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΥ

Νιόπαντρο ζεύγος ετοιμάζεται να ζήσει το καλιφορνέζικο όνειρο της δεκαετίας του ‘50, όμως, η άφιξη του αδελφού του γαμπρού ξυπνά μπερδεμένα πάθη, ερωτικά και… τζογαδόρικα.