ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΜΑΡΟΜΠΟΟΥΝ (2017)
(MARROWBONE)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέρχιο Σάντσεθ
- ΚΑΣΤ: Τζορτζ ΜακΚέι, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Τσάρλι Χίτον, Μία Γκοθ, Μάθιου Σταγκ, Κάιλ Σόλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μητέρα με τέσσερα παιδιά καταφθάνουν σε απομονωμένο σπίτι της αμερικανικής επαρχίας, προκειμένου να ξεφύγουν από το βάναυσο παρελθόν τους. Όταν εκείνη φεύγει από τη ζωή λίγους μήνες αργότερα, τα αδέλφια αποφασίζουν να κρατήσουν μυστικό τον θάνατό της, σε μια απεγνωσμένη απόπειρά τους να μπορέσουν να μείνουν για πάντα μαζί, ενωμένοι, ώστε να αντιμετωπίσουν το πνεύμα που φαίνεται να έχει στοιχειώσει την οικία τους.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον μέχρι πρότινος σεναριογράφο Σέρχιο Σάντσεθ, ο οποίος επιλέγει να κινηθεί στα γνώριμα γι’ αυτόν κατατόπια των ιστοριών φαντασμάτων (δικό του σενάριο ήταν «Το Ορφανοτροφείο» του 2007), όμως εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται πως η κατά κάποιον τρόπο επαναπροσέγγιση μιας παρόμοιας θεματικής, δεν εγγυάται (ξανά) την επιτυχία. Ο Σάντσεθ γεμίζει την ταινία του με ένα σωρό επιμέρους στοιχεία, που είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να ενωθούν σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, ενώ αμφιταλαντεύεται με ποιο από όσα υπαινίσσεται στη διάρκειά της θα τρομάξει τελικά τον θεατή. Είναι ένα φάντασμα αυτό που κυνηγάει τα τέσσερα αδέλφια, είναι ένα αληθινό πρόσωπο ή μήπως απλά τα παιδιά έχουν οργιώδη φαντασία; Οι απαντήσεις που δίνει όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά δεν καταλήγουν (έστω) σε μια κορύφωση αγωνίας που κάπως θα ξελάσπωνε τα όσα χλιαρά έχουν προηγηθεί.
Τα προβλήματα ταυτότητας ξεκινούν από το πρώτο κιόλας πλάνο, όταν η οικογένεια Μάρομποουν, ενδεδυμένη με αμφίεση που παραπέμπει στην εδουαρδιανή εποχή, τακτοποιείται στο καινούργιο της σπίτι. Χρειάζονται αρκετά λεπτά της ώρας μέχρι να γίνει πλήρως αντιληπτό (από μια ανοιχτή τηλεόραση που προβάλλει την κατάκτηση της Σελήνης από τον Νιλ Άρμστρονγκ) ότι βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και όχι… στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου το όλο κλίμα παρέπεμπε μέχρι στιγμής. Τα αδέλφια θα ξεπεράσουν σχετικά γρήγορα το πένθος για τη μητέρα τους, καθώς γίνεται φανερό πως αυτό από το οποίο έτρεχαν να ξεφύγουν ήταν ο πατέρας τους, ο οποίος όμως ανακαλύπτει το καταφύγιό τους κι έρχεται να τα βρει, χωρίς να βρίθει και των πιο τρυφερών αισθημάτων γι’ αυτά.
Έχοντας καταφέρει να δημιουργήσει ένα κάποιο μυστήριο μέχρι το σημείο του άτυπου οικογενειακού σμιξίματος, αφού δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς συμβαίνει μιας και η υπόθεση ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ο Σάντσεθ κάνει ένα αχρείαστο εξάμηνο άλμα στον χρόνο, ξεχνώντας μεν σχεδόν ό,τι έχει προηγηθεί, αρχίζοντας δε να γεμίζει το σενάριό του με λογιών λογιών υποπλοκές που ξεφεύγουν από το αρχικό στόρι. Το ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον μεγαλύτερο αδελφό, τη νεαρή βιβλιοθηκάριο του γειτονικού χωριού και τον δικηγόρο που την πολιορκεί (την ανάγκη τού οποίου έχουν τα αδέλφια, όμως), δεν δένει με τίποτα από όσα (θα έπρεπε να) διαδραματίζονται, πόσω μάλλον η… υποπλοκή της υποπλοκής με τα επαγγελματικής φύσεως προβλήματα που αντιμετωπίζει ο νομικός σύμβουλος. Η αρχική υπόσχεση για κάτι που θα θυμίζει ιστορίες γοτθικού τρόμου με πνεύματα και στοιχειά εκπληρώνεται με το μονίμως ευρισκόμενο στο ημίφως σπίτι (ένεκα απουσίας ηλεκτρικού ρεύματος, στοιχείο που ενισχύει το «μπέρδεμα» με τις χρονικές περιόδους), τους υποχρεωτικά καλυμμένους καθρέφτες και το μυστήριο της… χτισμένης πόρτας, ιδέες που ενώ το ορθό θα ήταν να ενισχύουν το σασπένς, ουδέποτε καταφέρνουν να γίνουν ουσιαστικό κομμάτι του σεναρίου (με εξαίρεση δύο-τρεις καλογυρισμένες, πλην «ξεκομμένες» σεκάνς).
Η ύπαρξη ενός στοιχειωμένου σπιτιού, η απειλή μιας απόκοσμης παρουσίας, τα αδέλφια που βρίσκονται στο επίκεντρο της μήνιδος καθώς και το όλο παλαιομοδίτικο περιβάλλον φέρνουν στο μυαλό ταινίες του στυλ «The Uninvited» (1944) ή «The Innocents» (1961), δίχως να αντέχει η οποιαδήποτε σοβαρή σύγκριση μαζί τους. Ο Σάντσεθ παρουσιάζει ένα ατμοσφαιρικό εν μέρει θρίλερ τρόμου (δεν υπάρχει ίχνος αίματος εδώ), η διαρκώς μεταβαλλόμενη αφήγηση, όμως, που λες και προσπαθεί να κρύψει τα σοβαρά κενά τα οποία δημιουργούνται από τον ανακόλουθο σεναριακό ειρμό, κάνουν την… ίδια την ταινία του να μοιάζει περισσότερο με φάντασμα, παρά με κάποια που δικαιούται θέση στο πάνθεον των φιλμικών ιστοριών φαντασμάτων και του σχετικού genre τρόμου.