ΜΑΡΝΙ (1964)
(MARNIE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλφρεντ Χίτσκοκ
- ΚΑΣΤ: Τίπι Χέντρεν, Σον Κόνερι, Νταϊάν Μπέικερ, Λουίζ Λέιθαμ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ο Μαρκ Ράτλαντ παντρεύεται τη Μάρνι Έντγκαρ, αν και γνωρίζει ότι εκείνη είναι μια σχεδόν αθεράπευτα κλεπτομανής, με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, των οποίων εκείνος θα αναζητήσει τα αίτια, ελπίζοντας να συνεχίσουν να ζουν μαζί χωρίς προβλήματα.
Πραγματικά, δεν υπάρχουν κακές ταινίες στη φιλμογραφία του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Κάποιες, όμως, «πάσχουν» ελαφρώς. Όπως και η ομώνυμη ηρωίδα, η οποία αντί να ξαπλώσει στον αναπαυτικό καναπέ ενός ψυχαναλυτή, πέφτει στα χέρια του Βρετανού σκηνοθέτη, σε μια απόπειρά του να θεραπεύσει μια σειρά από… σεξουαλικά μοτίβα που τον βασάνιζαν σαφώς πιο κεκαλυμμένα στο παρελθόν. Και μιλώντας για το παρελθόν, ίσως εκεί εντοπίζεται το σημαντικότερο πρόβλημα της «Μάρνι»: η μοιραία σύγκριση με εύκολα αναγνωρίσιμα στοιχεία του «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958) και του «Ψυχώ» (1960), τα οποία εδώ απλά ανακυκλώνονται με σχεδόν ένοχο τρόπο.
Ξεκινώντας το project, ο ίδιος είχε τις καλύτερες προθέσεις. Προσπάθησε να πείσει την Γκρέις Κέλι να κάνει ένα μικρό διάλλειμα από τον… «ρόλο» της στο Μονακό, δεν τα κατάφερε και υποχρεώθηκε να συνεργαστεί ξανά (μετά τα «Πουλιά» του 1963) με την ξανθιά «ρέπλικα» της Τίπι Χέντρεν, η οποία αποδείχθηκε πολύ κατώτερη των προσδοκιών του Χίτσκοκ υποκριτικά, μιας και η Μάρνι ήταν ένας χαρακτήρας πολύ πιο σύνθετος από εκείνον της Μέλανι Ντάνιελς. Οι έντονες διαφωνίες ή και απολύσεις σεναριογράφων, εξαιτίας της σκηνής του… συζυγικού βιασμού, μαζί με την – απρόβλεπτα – τελευταία συνεργασία του σκηνοθέτη με τον κορυφαίο συνθέτη Μπερνάρντ Χέρμαν (προέκυψε κατά τη διάρκεια της παραγωγής του επόμενου και ακόμα πιο βασανιστικού για τον Χιτς «Σχισμένου Παραπετάσματος», το 1966), υποδηλώνουν ένα κλίμα όχι και τόσο ευνοϊκό. Ένας μελετητής του Χίτσκοκ μπορεί να το αντιληφθεί καλύτερα, φυσικά. Γιατί ο θεατής μπορεί να απολαύσει το φιλμ, έστω κι αν το σασπένς απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από τη «Μάρνι»!
Αρχικά, η Μάρνι μοιάζει με… ξαδέλφη της Μάριον Κρέιν του «Ψυχώ». Έχει διαπράξει την πρώτη της κλοπή στην οθόνη με την πλαστή ταυτότητα της… Μάριον Χόλαντ, εξαφανίζει τα ίχνη της (μαζί με την προηγούμενη χρωμοβαφή της) και στη συνέχεια αναζητά το επόμενο θύμα στις αγγελίες των εφημερίδων. Ακόμη και χωρίς συστάσεις, η Μάρνι έχει τον τρόπο της για να «ρίχνει» προϊστάμενούς και αφεντικά, αποκτώντας μια περίοπτη δουλειά γραφείου, αρκεί αυτό να διαθέτει και ένα χρηματοκιβώτιο. Η Μάρνι είναι μια κλεπτομανής. Αν πήγαινε και σε έναν ψυχίατρο, όμως, η διάγνωση θα έφερνε στο φως περισσότερες αποκαλύψεις, όπως το μίσος για το ανδρικό φύλο, μια αγχώδη νεύρωση στη θέα του κόκκινου χρώματος και… μια αυταρχική μάνα από το Νότο που δεν της έδωσε ποτέ τη στοργή (η σκηνή της πρώτης επίσκεψης στο σπίτι της μητέρας μοιάζει με φροϋδικό party!). Σχεδόν έχει φανερωθεί η αιτία όλων των κακών, δηλαδή.
Η είσοδος του Μαρκ Ράτλαντ στην πλοκή φέρνει στο νου τον χαρακτήρα που υποδύθηκε στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» ο Τζέιμς Στιούαρτ. Είναι ο άνδρας που φετιχοποιεί την θηλυκή παρουσία από την πρώτη στιγμή, αυτός που θα εντοπίσει ξανά τη Μάρνι, με την επόμενη πλαστή της ταυτότητα, βάζοντας ως στόχο όχι απλά την κατάκτησή της αλλά και την υποταγή της, σε σώμα και ψυχή! Αφού την «μεταμορφώσει» ξανά (όπως ο Στιούαρτ την Κιμ Νόβακ), θα θελήσει να την θεραπεύσει ολοκληρωτικά, κατανοώντας πως μονάχα τότε θα την έχει κάνει πραγματικά δική του. Θα την έχει σώσει. Η σεκάνς πριν και μετά το σεξ στο κρουαζιερόπλοιο του «μήνα του μέλιτος» αποτελεί κομμάτι ανθολογίας και τον κύριο λόγο για να έχει δει κανείς τη «Μάρνι». Από το ψυχρό βλέμμα της γυμνής Χέντρεν και την κατάληξη – υπαινιγμό στο υγρό στοιχείο, μέχρι τη θέα του κορμιού της που επιπλέει ακριβώς όπως και η Νόβακ στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο.
Από τη στιγμή που η «Μάρνι» συγχέει το ζήτημα της δαιδαλώδους ψυχοσύνθεσης της ομώνυμης ηρωίδας της με τα συναισθηματικά προβλήματα του νιόπαντρου ζευγαριού και έννοιες που θίγουν τους ρόλους των δύο φύλων, το φιλμ (και ο ίδιος ο Χίτσκοκ, προφανώς) δεν έχει πια ένα φανερό κίνητρο και η κλιμάκωση αποτελεί ένα déjà vu του επεξηγηματικού flashback από τη «Νύχτα Αγωνίας» (1945). Η ψυχανάλυση ηττάται με έναν μάλλον απλοϊκό τρόπο και ο Χίτσκοκ έχει ξεγελάσει τον θεατή σερβίροντάς του εκ νέου παλαιότερα και δοκιμασμένα μοτίβα του. Αλλά η ιστορία απέδειξε πως κανείς δεν τα έκανε όπως εκείνος, ούτε καν πλησίασε ποτέ. Άγνωστο μέχρι πότε…