MARIA (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάμπλο Λαραΐν
- ΚΑΣΤ: Αντζελίνα Τζολί, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Άλμπα Ρορβάκερ, Χαλούκ Μπιλγκινέρ, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι, Στίβεν Άσφιλντ, Βαλέρια Γκολίνο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO / FALIRO HOUSE
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στο Παρίσι, η Μαρία Κάλλας περνά τις τελευταίες μέρες της ζωής της, φαντασιώνοντας την παρουσία ενός συνεργείου που την ακολουθεί για μια μακρά συνέντευξη.
Μετά τις τραγικές απογοητεύσεις των βιογραφικών «Jackie» (2016) και «Spencer» (2021), κυριολεκτικά παραδείγματα προς αποφυγή στη διαχείριση τούτου του κινηματογραφικού είδους, ο Πάμπλο Λαραΐν επιστρέφει με ακόμη ένα «δοκίμιο» προσέγγισης ρεαλιστικού χαρακτήρα με μυθική φήμη. Αυτή τη φορά, ευτυχώς, επανέρχεται σε καλλιτεχνικά επίπεδα (σχεδόν) εφάμιλλα του δημιουργικού αποτελέσματος του «Νερούδα» (2016).
Κυρίως το εισαγωγικό montage τιμά τη μνήμη της Κάλλας, καθώς το υπόλοιπο φιλμ βασίζεται σε μία «φαντασία» βιωμάτων της τελευταίας εβδομάδας της ζωής της στο Παρίσι του 1977, ενίοτε εγκλωβισμένης στο διαμέρισμά της ή περιδιαβαίνοντας κλασικά τοπόσημα της γαλλικής πρωτεύουσας με operatic στόμφο αλλά και μοιρολατρική δραματικότητα. Σαν ένα απομεινάρι ψυχής, έτοιμο για το μεγάλο φευγιό…
Εξαιτίας αυτού του ιδιότυπου τρόπου πλησιάσματος και ουχί αποδόμησης ή απαξίωσης της ηρωίδας του, ο Λαραΐν σκηνοθετεί (τελικά) ένα έργο αφιερωμένο στο απέλπιδο του φινάλε της ζωής, σ’ ένα διανοητικό μεταίχμιο «τόπου» που εξισώνει κάθε ζώσα ύπαρξη, σημαντική ή μη, στερώντας της κάθε προηγούμενη αξία αναγνώρισης στο γήινο σύμπαν. Η Κάλλας ζητά «καταφύγιο» από το τέλος (της) σε μνήμες μεγάλων ερμηνευτικών στιγμών της από διάσημες όπερες, σχεδόν αγνοώντας τη φθίνουσα πορεία της κατάστασης των φωνητικών της χορδών, όσο και εκείνη της υγείας της συνολικά. Όσα πράγματα αγάπησε περισσότερο, τη φωνή της και τον Αριστοτέλη Ωνάση, έχουν ήδη χαθεί, άλλωστε, και κανενός είδους χάπι δεν είναι ικανό να της προσφέρει ένα φτερούγισμα ζωντάνιας. Ούτε καν ο θάνατος μπορεί να οικειοποιηθεί τις δραματικές μελωδίες και κορυφώσεις του κάθε libretto για να τη λυτρώσει.
Η πιστότητα στην ανάπλαση εποχής είναι σπουδαία και ακριβής σε λεπτομέρειες (μέχρι και σε posters ταινιών του Μπουνιουέλ και του Τριφό από το ’77 που διακρίνονται στις μακρινές προθήκες ενός σινεμά), το production design (Γκάι Χέντριξ Ντίας) και η διεύθυνση φωτογραφίας (Εντ Λάκμαν) του φιλμ είναι άκρως ερωτεύσιμα στο βλέμμα και πλαισιώνουν την Αντζελίνα Τζολί σε μία ερμηνεία που σηκώνει… ώρες κουβέντας! Αν και κερδίζει τις εντυπώσεις, συχνά δίνει την εντύπωση πως βλέπει τον ρόλο της «La Divina» σαν «αντανάκλαση» του δικού της εαυτού, καταπονημένου από τα βάσανα της προσωπικής της ζωής ως mega star και αντικειμένου (υπερ)έκθεσης απέναντι στα πλήθη των θαυμαστών της. Υπάρχουν στιγμές στις οποίες περισσότερο ναρκισσεύεται μπροστά από τις κάμερες παρά «αλλάζει» ταυτότητα, αδιαφορεί για ένα κάποιο «σπάσιμο» της (τόσο καθαρά) αμερικανικής προφοράς της και, στην τελική, παραδίδει μία «αφηρημένη» προσωποποίηση μιας diva του χώρου του θεάματος που θα μπορούσε και να μην είναι η θρυλική soprano!
Κι όμως, παρά όλα αυτά τα παράτολμα κι αμφιλεγόμενα για την επιτυχία του φιλμ, η «Maria» κρατά την προσοχή του θεατή μ’ ένα αίσθημα δέους και το στενάχωρο που συνοδεύει καθετί το πένθιμο. Με έναν παράδοξο τρόπο, ακόμη και πέρα από το ανθρώπινο. Τη φαντασίωση του μεγαλείου που διορθώνει τη μικρότητα της ζωής, μα οφείλει να δώσει έναν κοινό «λογαριασμό» στον επίλογο. Άσχημο και πονετικό.