FreeCinema

Follow us

MARIA BY CALLAS (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τομ Βολφ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE

La Divina, για μια φορά κι αυτή contralto, στο κατάδικό της libretto. Από καρδιάς. Κι αν (δεν) είναι baroque, μην το φοβάσαι…

Είναι δύσκολο να το συλλάβει κανείς αλλά για κάποια χρόνια, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, μια Ελληνίδα ήταν η… Κιμ Καρντάσιαν της εποχής της – μόνο που είχε ταλέντο και γούστο. Οι εμφανίσεις της στη σκηνή κι εκτός αυτής γίνονταν πρωτοσέλιδο, τα ρεπορτάζ και τα ενσταντανέ που την αφορούσαν πουλούσαν σαν ζεστό ψωμί, ο πάσα ένας στον Πρώτο Κόσμο την αναγνώριζε και δοθείσης ευκαιρίας ασχολιόταν μαζί της ακόμη κι αν δεν είχε επισκεφθεί ποτέ του «σοβαρή» συναυλιακή αίθουσα. Για ποικίλους (βλ. παρακάτω) λόγους, η Μαρία Καλογεροπούλου υπήρξε ένα λαϊκό είδωλο. Μπορεί ένας αναδρομικός λατρευτικός φόρος τιμής, ενός άγουρου θαυμαστή της μάλιστα, να κλείσει στη λέσχη τού δίσκου του αυτούς τους λόγους, να αφορά ως ακρόαμα και θέαμα την iGen και παράλληλα, ίσως το πλέον δύσκολο, να μη γιουχαϊστεί από τον… κλασικά «βαμμένο» στενό κύκλο των φανατικών της άριας;

Ναι, αφής στιγμής τοποθετεί τη φωνή του εν γένει θαυμαστά κάπου μεταξύ του ο-βίος-μου-εκμετρείται-ασπαίρων-σε-εικόνες «Amy: Το Κορίτσι Πίσω από το Όνομα» και του το-λαρύγγι-μου-ξαπλώνει-στο-ντιβάνι-τη-μύχια-ιστορία-μου «Listen to Me Marlon» του Στίβεν Ράιλι. Πιθανότατα γνώστης και των δύο, ο 32άρης Γάλλος, που γνώρισε τυχαία διαδικτυακά και ερωτεύτηκε την κορυφαία υψίφωνο μέσα σ’ ένα βράδυ (όπως θα συμβεί και με πολλούς απ’ τους ανύποπτους θεατές της ταινίας του) πριν από μια πενταετία, χρειάστηκε πρώτα να πάει γυρεύοντας solo ιστοριοδιφικά σε δεκάδες αρχεία και συλλογές, πολλά ιδιωτικής φύσης, και να πείσει για τις προθέσεις του (να μιλήσει και να ακουστεί το είναι τού υποκειμένου) τον στενότερο κύκλο τής Απόλυτης, που επί δεκαετίες κρατούσαν τα στόματά τους ερμητικά κλειστά και πολύ από το παρόν vintage υλικό σφιχτά στα χέρια τους. Όλοι αυτοί (ο acompaniateur, ο αγαπημένος μαέστρος, ο θαλαμηπόλος – σοφέρ, η οικονόμος, η επιστήθια ακόλουθος Τύπου της κ.ά.) αποτελούν πλέον, με σκοπό τη διαφύλαξη της μνήμης και της κληρονομιάς της, το Ίδρυμα Μαρία Κάλλας, ως προϊόντα τού οποίου προηγήθηκαν δύο λευκώματα στα οποία στηρίζεται οπτικά (φωτογραφίες – αρκετές από album τής ίδιας – και φιλμ, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά) αυτό το μπούστο, που πιάνει τη δυσκολότερη οκτάβα: κατεβάζει στο κοινό το πρόσωπο ως άνθρωπο και το ανεβάζει στα μάτια του ως καλλιτέχνη.

Η ψηφιακή συνθετική ενοποίηση σε ύφος ρεπορταζιακών επικαίρων με περιστασιακή τσαλκάντζα το περφορέ, και υπό τη διακριτική μπαγκέτα του ιδιώματος που απαθανάτισε η Casta Diva, ακραία ετερογενών πηγών (προσθέστε τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις) αναδεικνύουν επί ώρα σε μαέστρο πρώτης γραμμής, και δη στην παρθενική του εμφάνιση, τον Βολφ, που δίνει τον πρώτο λόγο εκτός των γραμμένων στον φακό κορώνων της, τραγουδιστικών ή τοποθετούμενων επί δημοσιογραφικών ερωτήσεων, στην αλληλογραφία της εμπιστευόμενος ως διακριτικό όργανο ακριβείας τις χορδές τής Φανί Αρντάν. Είναι ένα πρόγραμμα που στο πρώτο μέρος του ενορχηστρώνεται υποδειγματικά καθώς ξετυλίγεται sua voce η Καβαλερία Ρουστικάνα της Νεοϋορκέζας Ρωμιάς. Στην Αθήνα του ’40 ως μητρικά καταπιεσμένη μαθήτρια της θρυλικής ντε Ιντάλγκο. Στη γείτονα ως σύζυγος βιομηχάνου και εκκολαπτόμενο αστέρι της Σκάλας. Διεθνώς ως απαράμιλλη δραματική κολορατούρα, επικυρώτρια του bel canto, flirt του Ωνάση και θυελλώδης σε σημείο ρήξης μ’ εργοδότες της και Τύπο soprano. Αποσυρμένη πρόωρα και νεκρή στα 54 της από ανακοπή στο Παρίσι των 70’s. «Έζησα για την τέχνη. Έζησα για τον έρωτα. Και ζωντανή ψυχή ποτέ δεν έβλαψα», καταπώς λέει ωδικά και στην «Tosca», σημαινόμενα, ένα απόσπασμα.

Εν μέσω αφηγηματικά βαρύτονων στάσεων, με εν πολλοίς πρωτόφαντα ντοκουμέντα, στους σκανδαλώδεις σταθμούς για τους οποίους παίρνει απολογούμενη τον λόγο (η ακύρωση λόγω βρογχίτιδας μετά την 1η πράξη της «Norma» σε πρεμιέρα περιωπής στη Ρώμη, η κατάρρευση κι εγκατάλειψη του ίδιου μοιραίου έργου μετά την 3η πράξη στην Πόλη του Φωτός, ενδιάμεσα η απόλυση από τη Met), αναδεικνύεται ζωηρά το τίμπρο αυτής της «ντροπαλής» που γιγαντώθηκε σε ίνδαλμα στην «αρένα με τα άγρια θηρία», της Αμερικάνας που έγινε Ελληνίδα και Ιταλίδα και ξανά Ελληνίδα για ένα διαζύγιο και Γαλλίδα, της άσχετης από μαγειρική που όμως μάζευε συνταγές μετά μανίας, της περφεξιονίστριας και σκυλιού στη δουλειά που αφέθηκε σε μια dolce vita διαρκείας, της ξελογιασμένης που πίστευε ότι «δε συνδυάζονται καριέρα και οικογένεια» αλλά ονειρευόταν στεφάνι από τον εφοπλιστή συμπατριώτη της.

Σ’ αυτή την τελευταία παρτιτούρα είναι που δίνει το ρεσιτάλ του ο Βολφ, καθοδηγώντας σε μονταζιακό ντουέτο την ανάγνωση μιας ανέκδοτης ρομαντικής επιστολής προς τον Άρη και πλάνα του με την Τζάκι που θα έτρωγε στη στροφή τη Μαρία. Ολούθε, η «μαγνητική» (όπως τη χαρακτηρίζει καίρια ένας οπαδός σε ουρά εισιτηρίων για τη συναυλιακή επιστροφή της στη ΝΥ) παρουσία της κόβει την ανάσα: ο κάθε είδους φακός, όπως και το σανίδι στο οποίο κόμισε μια άνευ προηγουμένου εκφραστικότητα και υποκριτική ποιότητα ηθοποιού, τη λάτρευε. Το ίδιο και ο Βολφ. Δεν έχετε δικαίωμα να τον κράξετε για το λίγο από τη γαλανόλευκη θητεία της (απίστευτο το σπάραγμα από ένα απρογραμμάτιστο live στη Λευκάδα) αλλά επειδή δεν θα μάθετε απ’ αυτόν τα… χοντρά.

ΟK κάτι από τις διατροφικές διαταραχές, την κόντρα με την αντίζηλό της Ρενάτα Τεμπάλντι, την ήδη κατά το μεσουράνημά της προβληματική απόδοση στις ψηλές νότες (συνδυασμός δίαιτας, σχιζοειδούς γκάμας ρεπερτορίου και της δερματομυοσίτιδας), τη φιλία με την αρχικουτσομπόλα κοσμικογράφο Έλσα Μάξουελ, την απόπειρα αυτοκτονίας με βαρβιτουρικά, πόσω μάλλον το θνησιγενές αρσενικό βρέφος που της κόστισε η σχέση με τον ιδρυτή της Ολυμπιακής (η αποκάλυψη τού οποίου αποτέλεσε το λαβράκι της κατώτερης, γνωστότερης πρότερης σινετεκμηριωτικής εργασίας στο θέμα, «Callas Assoluta» του Φιλίπ Κολί) να μην βγαίνει από το διάφραγμα προς αποφυγή του tenorissimo κουτσομπολιού, αλλά δύσκολο να πιστέψεις ότι για τίποτα απ’ αυτά δεν κελάηδησε γραπτώς η αοιδός. Δεν θα σειστεί εξάλλου κι η αίθουσα στο πιο mezzo δεύτερο μισό, όπου το κρύσταλλό μου ράγισε κυρίως το tête-à-tête με τον Ρόμπερτ Φροστ όταν επανέρχεται. Αλλά, είπαμε, τον εσωτερικό κόσμο της prima donna φιλοδόξησε και πέτυχε να αντηχήσει αυτό το concerto. «Όλα τα απομνημονεύματά μου περιλαμβάνονται στη μουσική που τραγουδώ», λέει σημαδιακά πριν πέσει η αυλαία. Δεν ισχύει. Και στο δίωρο τούτο μελώδημα του αντι-καστράτου νεαρούλη στο πανί βρίσκονται πλέον κάμποσα. «O mio Babbino Caro»…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Εκπληρωμένο όνειρο… ζωής για τους λάτρεις του λυρικού θεάτρου, που θα φωνάξουν bis (αρκεί να μην έχουν πιάσει θέση για κάτι επίσης μουσικολογικού ενδιαφέροντος κι αξιώσεων). Κάθε φίλος γενικώς του πενταγράμμου ή του εγχώριου πολιτισμού θα στήσει αυτάκι. Άνθρωποι που θεωρούν την opera και το ντοκιμαντέρ βαρετά πράγματα θα αναθεωρήσουν, βοηθούσης της (συμ)παράστασης φόρμας και του de profundis περιεχομένου. Αν είσαι λαϊκοποπάκι-ποτάκι-μουλτιπλεξάκι, το «Nessun Dorma» μην το θεωρείς δεδομένο.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.