MANHATTAN (1979)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γούντι Άλεν
- ΚΑΣΤ: Γούντι Άλεν, Νταϊάν Κίτον, Μάριελ Χέμινγουεϊ, Μάικλ Μέρφι, Μέριλ Στριπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Σεναριογράφος της τηλεόρασης, 42χρονος και χωρισμένος, με την πρώην του ν’ αλλάζει σεξουαλικό προσανατολισμό και να τον απειλεί ότι θα εκδώσει αυτοβιογραφικό βιβλίο (που μάλλον θα τον κάνει «ρόμπα»), διατηρεί δεσμό με 17χρονη μα υπερώριμη κοπέλα, αλλά γουστάρει και την ερωμένη του παντρεμένου κολλητού του.
Το «Manhattan» είναι μια ταινία για το νόημα της αγάπης και το εφήμερο του πόθου. Σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα, με την κοινωνία και τα ΜΜΕ να έχουν πια «χωνέψει» κάθε σκανδαλιστικό σενάριο γύρω από την προσωπική ζωή του Γούντι Άλεν, η πλοκή του φιλμ «κλείνει το μάτι» αδιακρίτως σε πράγματα για τα οποία έχει κατηγορηθεί, ενοχλεί… καχύποπτα, όμως, δεν προτρέπει. Θρασύτατα εξομολογητικό, περισσότερο auter-ίστικο από κάθε άλλη ταινία της φιλμογραφίας του εκείνη τη χρονική περίοδο, είναι το πιο αληθινό αριστούργημά του που θα στέκει ως ορόσημο μιας τόσο σπουδαίας (και μοναδικής) καριέρας.
Έχουν περάσει μόλις δύο χρόνια από την καθολική αναγνώριση και τον οσκαρικό θρίαμβο του «Νευρικού Εραστή», έχει προηγηθεί η απόπειρα μπεργκμανικής «κάθαρσης» με τις «Εσωτερικές Σχέσεις» και έπεται η φελινική σύγχυση των «Ζωντανών Αναμνήσεων». Ο Άλεν προβάλλει το εγώ του σε διαστάσεις που αναμετρώνται με τα μεγάλα του κινηματογραφικά είδωλα, η ψυχανάλυση έχει προχωρήσει, αλλά… δεν πρέπει να πηγαίνει και τόσο καλά. Αισθάνεται πως το genre της κωμωδίας είναι πια «λίγο» γι’ αυτόν, ενώ ταυτόχρονα προσθέτει όλο και περισσότερες βιωματικές πτυχές του εαυτού του, αντιμέτωπος με αγωνίες και αξίες πανανθρώπινες. Και, τελικά, η λύση στα μεγάλα του υπαρξιακά προβλήματα (όσο κι αν αγαπά το σεξ) είναι… η πόλη του.
Η μνημειώδης, ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γκόρντον Γουίλις και οι ελεγειακά πομπώδεις όσο και ρομαντικοί τόνοι της μουσικής του Τζορτζ Γκέρσουιν (με τις εντυπωσιακές ενορχηστρώσεις του Ζούμπιν Μέτα), μετατρέπουν τη Νέα Υόρκη στον ουσιαστικό πρωταγωνιστή του «Manhattan», με την εισαγωγή υπό τους ήχους του «Rhapsody in Blue» να στήνει ένα αδιανόητο οπτικό ποίημα, ένα «μικρού μήκους φιλμ» το οποίο «παρενοχλεί» το voice-over του Άλεν, ενός ανθρώπου / δημιουργού απόλυτα αναποφάσιστου για την εξέλιξη της ζωής του, για το σενάριο της όποιας επόμενης δουλειάς του. Για το πώς η Τέχνη θα μπει στα χωράφια της ύπαρξής του.
«Άνθρωποι στο Μανχάταν, που διαρκώς δημιουργούν περιττά νευρωτικά προβλήματα με τον εαυτό τους, επειδή αυτό τους εμποδίζει να αντιμετωπίζουν τα άλυτα και τρομερά προβλήματα για το σύμπαν», μονολογεί σ’ ένα μαγνητόφωνο ο Άλεν, λίγα λεπτά πριν το φινάλε της ταινίας, σχεδόν συνοψίζοντάς την κι αναζητώντας κάποια διέξοδο αισιοδοξίας, για να πείσει τον εαυτό του ότι αξίζει να ζεις.
Σ’ ένα κείμενο για τα δέκα φιλμ του Άλεν που αγαπώ περισσότερο, γραμμένο το 2013 (χωρίς να άλλαξε κάτι έκτοτε…), μια πρόταση συνόψιζε τη δική μου ματιά σε τούτο το έργο: «Η αυτοκριτική του δημιουργού κοντράρεται άσχημα με το σινεμά του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, όμως, στο φινάλε, όταν δεν μπορείς να κάνεις μια ταινία για την αγάπη (γιατί οι σχέσεις σου δεν οδηγούν πουθενά), θυμήσου εκείνη που θα σου μείνει πιστή για πάντα και παραδέξου πως της οφείλεις το σημαντικότερο love letter της ζωής σου». Αυτό είναι το «Manhattan».