ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΑ (2013)
(MANDARIINID)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζάζα Ουρουσάτζε
- ΚΑΣΤ: Λέμπιτ Ούλφσακ, Γκιόργκι Νακασίτζε, Μίσα Μέσκι, Έλμο Νίγκανεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Στον πόλεμο της Αμπχαζίας, ένας ηλικιωμένος άνδρας που αρνείται να αφήσει το σπίτι του δίνει καταφύγιο σε δυο τραυματισμένους στρατιώτες από αντίπαλα στρατόπεδα. Η αρχική τους έχθρα θα μαλακώσει, καθώς θα αρχίσουν να κατανοούν ο ένας τον άλλο.
Δεν έχει εκπλήξεις, κρυφά μυστικά ή μεγάλες ανατροπές το σενάριο της ταινίας του Ζάζα Ουρουσάτζε, που έφτασε μέχρι την πεντάδα των υποψηφιοτήτων για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η σχετική προβλεψιμότητα της ιστορίας είναι το πιο αδύναμο σημείο της ταινίας. Τα σημαντικά της χαρίσματα, όμως, είναι άλλα και είναι πολλά. Με ένα απλό στήσιμο, ουσιαστικά έναν και μόνο χώρο, και τέσσερις ηθοποιούς (με μερικούς δευτερεύοντες σε συμπληρωματικούς ρόλους), ο Ουρουσάτζε καταφέρνει απολύτως να πετύχει τον στόχο του, να γυρίσει ένα φιλμ με αντιπολεμικό πνεύμα και ανθρωπιά. Αν αυτά τα δύο προδιαθέτουν για… χασμουρητά (δεν έχουμε δει και λίγες «καλόψυχες», ανυπόφορες και ασήμαντες ιστορίες), οι φόβοι σου θα αποδειχθούν αβάσιμοι. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια απλή μεν, αλλά σωστά χτισμένη ταινία, που βασίζεται στις πολύ καλές ερμηνείες του καστ.
Στις αρχές του ’90, οι Αμπχάζιοι και οι Γεωργιανοί έρχονται σε σύγκρουση και μεταξύ των θυμάτων είναι και οι κάτοικοι εσθονικής καταγωγής της περιοχής. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους και αναζητούν καταφύγιο στην Εσθονία, «πατρίδα» που σε πολλούς είναι ουσιαστικά άγνωστη. Δεν κάνει το ίδιο και ο Ίβο, ένας ηλικιωμένος ξυλουργός που μένει στο μικρό του σπίτι και βοηθά τον γείτονά του, ο οποίος δεν προτίθεται να εγκαταλείψει πριν να τελειώσει με τη συγκομιδή των μανταρινιών του.
Από το σπίτι τού Ίβο θα περάσουν δυο Τσετσένοι μισθοφόροι που ζητούν φαγητό. Λίγο αργότερα, θα έρθουν αντιμέτωποι με μια μικρή ομάδα Γεωργιανών. Θα μείνει ζωντανός ένας άνδρας από κάθε πλευρά. Ο Ίβο, με την ίδια φροντίδα, θα αναλάβει την ανάρρωσή τους. Όχι χωρίς παρατράγουδα. Και οι δυο, παρά την κατάστασή τους, παίρνουν όρκους μίσους και υπόσχονται ότι θα σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, όμως η ένταση δεν κάνει τον Ίβο να χάσει τη γαλήνη του. Καταφέρνει να τους ηρεμεί μέχρι που, σιγά-σιγά, οι δυο αντίπαλοι θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν και μάλιστα να προστατεύουν ο ένας τον άλλον, όταν αντιληφθούν ότι ο πόλεμος και το μίσος είναι απλώς και μόνο αφορμή για αλληλοεξόντωση.
Ο Ουρουσάτζε, μόνο μέσα στο σπίτι τού Ίβο και στον εξωτερικό του χώρο που φτάνει μέχρι το γειτονικό κτήμα, στήνει σχεδόν με θεατρικό τρόπο την πλοκή. Με απλούς διαλόγους και χωρίς εξεζητημένες φράσεις, δημιουργεί χαρακτήρες που εξελίσσονται μέσα σε λιγότερο από μιάμιση ώρα, ομαλά, με αληθοφάνεια και ανθρωπιά. Το αντιπολεμικό μήνυμα της ταινίας ίσως να μην είναι το πιο πρωτότυπο, ο τρόπος ωστόσο με τον οποίο το μεταδίδει έχει δύναμη, ειλικρίνεια και συγκίνηση.