ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Υπαρξιακή Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Γούσης
- ΚΑΣΤ: Έλενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 78'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η Έλενα γυροφέρνει μ’ ένα αμάξι προς… το πουθενά. Το αυτοκίνητο του Αντώνη δεν παίρνει μπρος. Η μοίρα τους το ‘χε.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Γούση έκανε την πρεμιέρα του στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνοδευόμενο από ένα τρομακτικό hype, πριν καν προβληθεί (από τα πράγματα που απεχθάνομαι να βλέπω να συμβαίνουν, τ’ ομολογώ). Γυρισμένα μ’ ένα πενιχρό, τετραψήφιο budget, μόλις σε δέκα μέρες, χρησιμοποιώντας mini DV κάμερες, τα «Μαγνητικά Πεδία» δικαίωσαν (τελικά) τη φήμη τους και κατάφεραν να φύγουν από εκεί με έξι διακρίσεις, μεταξύ των οποίων τα βραβεία της FIPRESCI και της ΠΕΚΚ. Το απλό κοινό μπορεί, πια, να μάθει το γιατί στην ταιριαστή ατμόσφαιρα των θερινών σινεμά, και ν’ ανακαλύψει ένα έργο ανοιχτό στην καρδιά και… ψυχοπλακωτικό στο μυαλό. Γι’ αυτό και θα «αναπνεύσει» καλύτερα κάτω από τον ανοιχτό ουρανό.
Υποκειμενικά πλάνα από το εσωτερικό του αμαξιού της Έλενας, μας καλούν ν’ ακολουθήσουμε αυτή την κούρσα με προορισμό… το πουθενά. Τυχαία επιλέγει να κατευθυνθεί προς ένα κοντινό λιμάνι, απ’ όπου θα πάρει ένα καράβι για την Κεφαλονιά. Μοναδικός άλλος επιβάτης που βλέπουμε, ο Αντώνης, μοναχική και ήσυχη μορφή, μοιράζεται συχνά μαζί της το κατάστρωμα, όντας καπνιστής κι εκείνος. Δεν επικοινωνούν ποτέ, όμως. Φτάνοντας στο νησί, ο Αντώνης αδυνατεί να βάλει μπρος το αυτοκίνητό του και να το βγάλει από το parking του πλοίου. Η Έλενα προσφέρεται να βοηθήσει και καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς θα πέφτει πάνω του, σχεδόν σαν να τον παρακολουθεί. Σ’ ένα ταβερνάκι, εκείνος θα της αποκαλύψει το περιεχόμενο του μεταλλικού κουτιού που κουβαλά διαρκώς μαζί του: είναι… η μακαρίτισσα η θεία του, η Μαρία, που είχε για τελευταία της επιθυμία να την θάψουν στον τόπο που γεννήθηκε! Για λόγους γραφειοκρατικούς, όμως, αυτό θα σταθεί αδύνατον κι έτσι οι δυο τους θα πάρουν σβάρνα το νησί, αναζητώντας την «τελευταία κατοικία» της θείας.
Σαν μία «εναλλακτική» εκδοχή τυπικής buddy movie, το φιλμ του Γούση ξεκινά με χιουμοριστική offbeat διάθεση που φέρνει στο νου τις πρώιμες δουλειές του Τζιμ Τζάρμους (κάπως «Πέρα απ’ τον Παράδεισο» φάση, ας πούμε), για να εξελιχθεί σε δράμα εσωτερικότητας χαρακτήρων που η ζωή έχει πληγώσει κι έχει μετατρέψει σε «παθητικά» θύματα του καθημερινού περιβάλλοντός τους. Η Έλενα και ο Αντώνης είναι δύο κανονικοί άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν ένα νόημα, ένα σκοπό για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Και τη φυγή που ίσως τους το επιτρέψει. Τα οστά της θείας Μαρίας και ο Ζορζ (το αυτοκίνητο!) θα γίνουν οι επιπλέον… «χαρακτήρες» του έργου, οι οποίοι θα μας κάνουν να μην ξεχνάμε το μειδίαμα στην πορεία «εξερεύνησης» των διόλου τουριστικών εικόνων της Κεφαλονιάς (θαυμαστά highlights η ερειπωμένη πρώην αμερικανική βάση του ΝΑΤΟ με τα radar στον Αίνο και η πεσμένη γέφυρα στο Χειμωνικό), λες και βρισκόμαστε σ’ ένα δυστοπικό ταξίδι με «ξεναγούς» τους τελευταίους κοινούς θνητούς που επέζησαν της (όποιας) Αποκάλυψης.
Η Έλενα Τοπαλίδου και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος γίνονται οι ήρωες του φιλμ, συμμετέχουν δημιουργικά σ’ ένα σενάριο αυτοσχεδιαστικών διαλόγων και «ξερνάνε» αλήθεια με τόσο νατουραλιστικό τρόπο (έχουν επιμεληθεί μέχρι και την γκαρνταρόμπα και το συνολικό παρουσιαστικό τους) που σπάνια έχουμε ξαναδεί να καταγράφεται στο ελληνικό σινεμά. Η πιξελαρισμένη εικόνα με τα άψυχα χρώματα και τα «ακατοίκητα» τοπία εγκατάλειψης σε κάδρα 4:3 (ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Κουτσαλιάρης είναι ένα όνομα που οφείλουμε να προσέχουμε μελλοντικά) εξωτερικεύουν στοιχεία του ψυχισμού τους, λες και θέλουν να μας φανερώσουν τα σωθικά τους, τα πιο κρυφά συναισθήματα που δεν είναι ικανοί να μοιραστούν ξανά με άλλους ανθρώπους. Και το «ξεχαρβαλωμένο» μουσικό θέμα του Λευτέρη Βολάνη θα δίνει για πάντα μια αίσθηση παιδικής ζεστασιάς και τρυφερότητας στη βίαιη μελαγχολία της ενήλικης κατάντιας.
Μόλις 78 λεπτά αργότερα, βγαίνοντας από το σινεμά, αγκαλιά με την αύρα τούτης της ταινίας, θα σκέφτεσαι πόσο θα ήθελες να μάθεις τι απέγιναν μετά, αν η απόγνωση «χώρισε» από το μέσα της Έλενας και του Αντώνη, και μια κάποια λύτρωση τους πρόσφερε τη «δεύτερη ευκαιρία» στη ζωή. Ένα sequel; Γιατί όχι; Αν ρωτάς κι εμένα, θα ζητούσα και τριλογία!