ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΙΣ (1954)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκος Κούνδουρος
- ΚΑΣΤ: Γιώργος Φούντας, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Στέφανος Στρατηγός, Εύα Μπρίκα, Θανάσης Βέγγος, Ανδρέας Ντούζος, Μίμης Φωτόπουλος, Ανέστης Βλάχος, Τάσος Κατράπας, Φάνης Καμπάνης, Νατάσσα Καλπίδου, Χάρις Γρηγορίου, Μάνος Κατράκης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 75'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Στο Δουργούτι του ’50, ένας φτωχοδιάβολος και η παρέα του υποκύπτουν στο να μεταφέρουν παράνομο φορτίο για λογαριασμό συμμορίας, μπας κι ο πρώτος καταφέρει και ξεχρεώσει το φορτηγό του, που αντιστοιχεί με όλο του το βιός.
Μερικές ταινίες δεν αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου. Άλλη σημασία μπορεί να είχαν στην εποχή τους, εντελώς διαφορετική υπόσταση καταλήγουν να έχουν σε μέλλοντα χρόνο. Η «Μαγική Πόλις», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του νεότατου (τότε) Νίκου Κούνδουρου, αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα… απομυθοποίησης στο σήμερα.
Από το καλοκαίρι του 1955, όπου έκανε πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους, το φιλμ δείχνει πλέον απόλυτα γερασμένο και αφελές, με κύριο λόγο ύπαρξης το ντοκουμέντο υλικού των γυρισμάτων στον «αρμενέικο» καταυλισμό παραπηγμάτων στο Δουργούτι, γειτονιά της περιοχής που σήμερα αποκαλούμε ως Νέο Κόσμο. Μέσα σ’ αυτό το φυσικό σκηνικό κατάντιας και απαξίωσης της ίδιας της ζωής, ο Κοσμάς (ο Γιώργος Φούντας σε στερεοτυπική και ρηχή ερμηνεία του «παιδιού του λαού») παλεύει να κρατήσει το φορτηγό του, το μόνο πράγμα που μπορεί να του παρέχει εργασία και μεροκάματο, μα κινδυνεύει να χάσει εάν δεν πληρώσει τις δόσεις που χρωστάει. Περιτριγυρισμένος από μια παρέα φίλων που τον βοηθά σε μεταφορές στη λαχαναγορά, θα υποκύψει στο να συνεργαστούν με τα μέλη μιας βολεμένης συμμορίας (με αρχηγό τον Στέφανο Στρατηγό σε ρόλο κομμένο και ραμμένο στα χαρακτηριστικά του) που διακινεί λαθραία και ναρκωτικά, ρισκάροντας επικίνδυνα με τον Νόμο.
Επειδή παρακολουθούμε δράμα με… ηθικά διλλήματα και προβλέψιμες διδαχές, η εξέλιξη της πλοκής είναι αναμενόμενη και πραγματικά απλοϊκή, δίπλα στον… ρομαντικό διχασμό του κεντρικού ήρωα, ο οποίος πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην παντρεμένη ερωμένη ενός ναυτικού που μονίμως λείπει σε ταξίδι για δουλειές και την αθώα νεαρά βιοπαλαίστρια που βρίσκεται πια σε κατάλληλη ηλικία για να του αποκαλύψει τον έρωτά της.
Αρκετά λανθασμένα, το ύφος της ταινίας ταυτίστηκε (πρωτίστως από την κριτική…) με το ρεύμα του ιταλικού νεορεαλισμού, όμως, η σκηνοθετική γραμμή του Κούνδουρου είναι τόσο naïf και ερασιτεχνική, που σίγουρα δεν δύναται να συμπορευθεί με κάποια προγενέστερη φιλμική φόρμα. Αν θέλουμε να μιλάμε για κάποιο σημείο αναφοράς που συγγενεύει αρκετά με την αφήγηση του έργου και το (μάλλον) μεγαλύτερο μέρος του, αυτό είναι το αμερικάνικο φιλμ νουάρ. Η δραματουργική προσέγγιση και η παρουσίαση του καταστασιακού των ανθρώπων του υποκόσμου δείχνει πως ο Κούνδουρος σίγουρα αγαπούσε (και ίσως είχε δει κάμποσες ταινίες από) το συγκεκριμένο genre, ώστε να αναπαράγει την ατμόσφαιρά του, πάντοτε με έναν κάπως… πρωτόγονο τρόπο, βέβαια.
Δύο χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης θα επιστρέψει έχοντας μάθει πολύ πιο σοβαρά το μάθημά του, για να μας δώσει ένα έργο απίστευτης ωριμότητας, λιτότητας, ρεαλιστικότητας και σημειολογικής σημασίας μελαγχολία (αν όχι ήττα) για την ελληνική κοινωνία. Τον «Δράκο». Αυτόν τον Κούνδουρο οφείλουμε να μνημονεύουμε πάντοτε. Όχι αυτό το εντελώς ξεπερασμένο πρωτόλειο.