MAGIC MIKE XXL (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκρέγκορι Τζέικομπς
- ΚΑΣΤ: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Τζο Μανγκανιέλο, Ματ Μπόμερ, Άνταμ Ροντρίγκεζ, Τζέιντα Πίνκετ Σμιθ, Άμπερ Χερντ, Κέβιν Νας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Με τη συμβατική του δουλειά σε δύσκολη οικονομική θέση και τη σύντροφό του να τον παρατά μετά την πρόταση γάμου του, ο Magic Mike αποφασίζει να επιστρέψει στους Kings of Tampa έπειτα από τρία ολόκληρα χρόνια για ένα τελευταίο αλλά εκρηκτικό Σαββατοκύριακο, σε ένα «συνέδριο» strippers. Το ταξίδι τους προς τα εκεί, όμως, θα επιφυλάξει τις μεγαλύτερες εκπλήξεις και κάποιες ιδιαίτερες γνωριμίες.
Το «Magic Mike» του 2012 αποτέλεσε μια αρκετά επιτυχημένη και επικερδή ταινία, κυρίως για τους ευνόητους λόγους (ομάδα strippers επί τω έργω, με επικεφαλής τον Τέιτουμ, στις αυτοβιογραφικές εμπειρίες του οποίου βασίστηκε το σενάριο, και τον Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, στην πορεία του προς το μεγάλο comeback), αλλά και γιατί είχε μια θεματική πρωτοτυπία, με μια επαγγελματική ομάδα που δεν είχε εξερευνηθεί ούτε αρκετά ούτε και σοβαρά, τουλάχιστον στο mainstream σινεμά πιο πριν. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με έξυπνο χιούμορ και μια καλή σκηνοθετική καθοδήγηση από τον – μακροχρόνια άνισο – Στίβεν Σόντερμπεργκ.
Τρία χρόνια μετά, και η ομάδα των Kings of Tampa επιστρέφει, αλλά με βασικές απώλειες. Ο ΜακΚόναχεϊ (Ντάλας), που κουβαλούσε ίσως το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος, πήρε Όσκαρ και το υπερ-αυξημένο του κασέ αποδείχτηκε απαγορευτικό για την επιστροφή του στο sequel, ο Άλεξ Πέτιφερ (Άνταμ) έμεινε κι αυτός έξω από το καστ (φημολογούμενα λόγω κακών σχέσεων με τον Τέιτουμ) και ο Σόντερμπεργκ παρέδωσε το σκηνοθετικό τιμόνι στον μακροχρόνιο βοηθό / δεξί του χέρι, Γκρέγκορι Τζέικομπς, αν και ο ίδιος φαίνεται να έχει κάνει όλη τη δουλειά, καθώς τα ονόματα του διευθυντή φωτογραφίας (Πίτερ Άντριους) και μοντάζ (Μέρι Ανν Μπερνάρντ) που υπάρχουν στους τίτλους είναι απλώς… ψευδώνυμα του Σόντερμπεργκ, που είναι και συμπαραγωγός! Ωστόσο, οι βασικές απώλειες αυτού του sequel είναι μια καλή σεναριακή ιδέα όπως εκείνη του πρώτου, κι ένας ουσιαστικός λόγος ύπαρξης πέραν άλλης μιας μάλλον εξασφαλισμένης επικερδούς πορείας στα ταμεία.
Το πρώτο φιλμ μιλούσε για ουσιαστική ενηλικίωση και πραγμάτωση των στόχων του καθενός, έστω και σε βάρος άλλων, έμπαινε βαθύτερα και κάπως πιο «σκοτεινά» στον κόσμο των αρσενικών strippers, κι είχε αυτό το υπόβαθρο του κινηματογραφικά «ανεξερεύνητου» μέσα από τις αληθινές αναμνήσεις ενός εκ των πρωταγωνιστών της. Το φετινό sequel δεν είναι κάτι παραπάνω από μια εύθυμη road movie στην οποία δεν υπάρχει κανένα δραματικό κρεσέντο, οι όποιες απόπειρες βαθύτερης εξερεύνησης, κυρίως των γνώριμων αλλά και των νέων χαρακτήρων, παραμένουν βιαστικές κι επιφανειακές, οι ισορροπίες πάνω στη λεπτή γραμμή της πολιτικής ορθότητας (ειδικά για ένα φιλμ με τέτοιο θέμα) είναι συντηρητικά κρατημένες και η όλη ιστορία, από το πρώτο ώς το τελευταίο πλάνο, είναι τουλάχιστον ειλικρινής στην «παραδοχή» πως, τελικά, η ίδια η ταινία δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.
Όχι πως δεν είναι ευχάριστη στη θέαση (και πάλι, κυρίως για τους… ευνόητους λόγους!) και, στην πλειοψηφία της, αληθινά απολαυστική. Οι χορογραφίες αποτελούν το ίσως μόνο σημείο όπου το sequel κερδίζει επάξια την προσθήκη τού «XXL» στον τίτλο, καθώς απογειώνονται σε ευρηματικότητα, εκτέλεση και… μέγεθος (αχέμ…), με την εναρκτήρια «αυτοσχέδια» χορογραφία του Τέιτουμ στο εργαστήριό του να γίνεται άνετα μελλοντική σκηνή ανθολογίας α λα «Flashdance», ενώ, ως έξυπνη σεναριακή κίνηση, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι νέοι γυναικείοι χαρακτήρες. Οι Τζέιντα Πίνκετ Σμιθ, Άντι ΜακΝτάουελ, Άμπερ Χερντ και Ελίζαμπεθ Μπανκς, προ(σ)καλούν, συγκρούονται, φλερτάρουν, έως και χειραγωγούν τους αρσενικούς ήρωες, μέσα από μια σειρά φαινομενικά συμβατικών, αλλά εν τέλει «πονηρά» καλογραμμένων (αν και σύντομων σε εμφάνιση), γυναικείων «στερεοτύπων»: η πρώην παρτενέρ / ερωμένη που έχτισε τη δικιά της αυτοκρατορία, η μεστωμένη και σεξουαλικά καταπιεσμένη desperate housewife, η – και καλά – νωχελική νεαρή χίπισσα, η πληθωρική, φιλόδοξη ξανθιά του αμερικανικού Νότου με την καλή καρδιά. Αυτοί, οι γυναικείοι χαρακτήρες, είναι η ουσιαστική κινητήριος δύναμη πίσω από τους καλόκαρδους αλλά ομολογουμένως όχι ιδιαίτερα ευφυείς πρωταγωνιστές, χωρίς τις οποίες δεν θα έφταναν ποτέ, πρακτικά αλλά και συναισθηματικά, στο τέλος της διαδρομής και στην κορύφωση του πολυαναμενόμενου, εκρηκτικού φινάλε.
Διασκεδαστική, με συμπαθείς χαρακτήρες με γραμμωμένες κορμάρες, καλό χιούμορ και ακόμα καλύτερες προθέσεις: «ναι» σε όλα τα παραπάνω. Τίποτα περισσότερο, όμως – η ίδια η ταινία έχει την αυτογνωσία να το εκφράζει. Η τελευταία σκηνή καταλήγει με βεγγαλικά. Ίσως ένας αυτοσατιρικός συμβολισμός / σύνοψη;