LOCKED (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Γιαροβέσκι
- ΚΑΣΤ: Μπιλ Σκάρσγκαρντ, Άντονι Χόπκινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Μικροκακοποιός μπουκάρει σε χλιδάτο κι αφύλαχτο SUV και δεν βρίσκει τρόπο να βγει απ’ αυτό, ανυποψίαστος ότι επρόκειτο για… θανάσιμη παγίδα!
Είδε potential στο αργεντίνικο «4×4» (2019) ο Σαμ Ρέιμι και ανέλαβε την παραγωγή του αμερικάνικου remake του, το οποίο διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με το σενάριο του πρωτότυπου, μάλλον προς το καλύτερο (θριλερικά), ριψοκινδυνεύοντας όμως σε κάποιες επιλογές ταύτισης με την κοινωνική πραγματικότητα.
Η πλοκή είναι απλή. Κακομοίρης χωρισμένος, με ανήλικο παιδί που πρέπει να προσέχει μερικές μέρες της εβδομάδας, δεν έχει να πληρώσει το συνεργείο του αμαξιού του, το οποίο χρειάζεται για τη δουλειά του, καθώς του προσφέρει τα προς το ζην. Κοιτάζοντας πως ν’ ανοίξει σταθμευμένα οχήματα για να διαρρήξει οτιδήποτε πολύτιμο από το εσωτερικό τους, πετυχαίνει ξεκλείδωτο ένα εντυπωσιακό και πανάκριβο SUV, μπουκάρει δίχως δεύτερη σκέψη, μα δεν καταφέρνει με κανέναν τρόπο να βγει από αυτό ή να καλέσει σε βοήθεια (το σήμα του κινητού του μπλοκάρεται και τα φιμέ τζάμια αποκλείουν κάθε επικοινωνία του με τους περαστικούς).
Η οθόνη πλοήγησης του αυτοκινήτου εμφανίζει επίμονες κλήσεις τηλεφώνου, ο Έντι αναγκάζεται να απαντήσει και στην άλλη πλευρά της γραμμής βρίσκεται ο Γουίλιαμ, ο ιδιοκτήτης του κατά τα άλλα απόρθητου SUV, το οποίο έχει μετατρέψει σε παγίδα για κλεφτρόνια, θέλοντας να τους διδάξει αξίες της ζωής που έχουν χαθεί (γι’ αυτό και ο κόσμος πάει κατά διαόλου).
Η μεταφορά της δράσης σε αμερικανικό territory εστιάζει εντονότερα στην κατρακύλα των πολιτών που από την ανέχεια μιας μίζερης καθημερινότητας μπορούν να φτάσουν ακόμη και στους δρόμους, δίχως στέγη, προστασία ή αξιοπρέπεια. Είναι κρίμα που έχει αφαιρεθεί μία ονειρική (τελικά) σεκάνς από το original, όμως, στο «Locked» το κοινωνικό σχόλιο είναι σαφώς πιο αγριεμένο και… διχαστικό. Ο εύπορος Γουίλιαμ έχει χρίσει εαυτόν σε εξολοθρευτή του Κακού, το οποίο ανήκει (σχεδόν αποκλειστικά, κατά τα φαινόμενα του φιλμ) στα κατώτερα στρώματα, εξισώνοντας με αυτά κάθε μορφή εγκληματικότητας. Όλο αυτό μπορεί να «αναγνωστεί» από μερίδα του κοινού και ως απόλυτα ρατσιστικό, όμως, στην ουσία μιλάμε για χαρακτήρα ο οποίος έχει πλέον οπή προς την ψυχοπάθεια και ενδεχομένως να αποτελεί και… serial killer! Οπότε η ταινία κάπως το εξισορροπεί όλο αυτό.
Το σασπένς είναι έντονο (παρά τον περιορισμό του χώρου δράσης), υπάρχουν στιγμές λίαν ενοχλητικές (αφορούν κυρίως στο κομμάτι της δίψας…), ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ ισορροπεί καλά ανάμεσα στον οίκτο του θεατή και ένα «δικάσιμα» επικριτικό «καλά να πάθεις», ο Άντονι Χόπκινς βγάζει την πιο αρρωστημένη πλευρά της αυτοδικίας με σοφιστικέ τρόπο και ο Ντέιβιντ Γιαροβέσκι αξιοποιεί κάθε διαθέσιμη γωνία λήψης για να εγκλωβίσει αποτελεσματικά το βλέμμα. Κάποιοι θα εύχονταν να υπάρχουν τέτοιου τύπου αμάξια – και αυτή είναι σίγουρα η πιο τρομακτική σκέψη που θα σου φέρει στον νου τούτο το φιλμ…