ΟΙ ΜΠΑΛΚΟΝΑΤΕΣ (2024)
(LES FEMMES AU BALCON)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νοεμί Μερλάν
- ΚΑΣΤ: Σουεϊλά Γιακούμπ, Σαντά Κοντρεανί, Νοεμί Μερλάν, Λουκάς Μπραβό, Ναντέζ Μποσόν-Ντιάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Τα έλεγε ο Δάκης: Πάλι απόψε εγώ στο μπαλκόνι θα την βγάλω / Το κορίτσι να δω από το ρετιρέ το άλλο / Τη φλερτάρω καιρό κι όμως κάνει πως δε βλέπει / Είναι φλερτ πονηρό και το παίζει καθώς πρέπει / Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι / Και η αγωνία μου φουντώνει / Ποτέ θα βρεθούμε οι δυο μας μόνοι…
Κινηματογραφικός τραγέλαφος! Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να περιγράφει η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα της ηθοποιού Νοεμί Μερλάν. «Οι Μπαλκονάτες» ακολουθούν μια απαρέγκλιτη #MeToo πορεία, για να βυθιστούν στις μανιχαϊστικές προκαταλήψεις τους και το παιδιάστικης αντίληψης (δήθεν) shock value τους.
Το ξεκίνημα έχει πολύ από «Σιωπηλό Μάρτυρα» (1954), αν τον είχε περιλάβει ο… Πέδρο Αλμοδόβαρ. Το κύμα καύσωνα που έχει χτυπήσει τη Μασσαλία έχει φέρει άπαντες ν’ αράζουν στα μπαλκόνια των σπιτιών τους παρατηρώντας (αναγκαστικά;) τους απέναντι. Οι τρεις κολλητές φίλες, Νικόλ, Ρουμπί και Ελίζ, κάνουν ακριβώς αυτό από το διαμέρισμα στο οποίο συγκατοικούν. Η πρώτη είναι επίδοξη συγγραφέας, η οποία παρατηρώντας συνεχώς τον μυστηριώδη μορφονιό του απέναντι μπαλκονιού συνειδητοποιεί πως έχει τσιμπηθεί μαζί του, αντλώντας έμπνευση από τη συνθήκη αυτή ώστε να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα. Η δεύτερη είναι μία πλήρως απελευθερωμένη γυναίκα, η οποία εντελώς απενοχοποιημένα εργάζεται ως camgirl. Η τρίτη είναι ηθοποιός, παγιδευμένη σε μία προβληματική καριέρα, καθώς και μία τοξική σχέση. Η πρόσκληση που θα λάβουν, να επισκεφθούν τον απέναντι μοναχικό άνδρα για ένα χαλαρό ποτάκι, θα καταλήξει με τον οικοδεσπότη νεκρό κι εκείνες να πρέπει να ξεφορτωθούν το πτώμα. Ομολογουμένως, όχι και το χειρότερο δυνατό ξεκίνημα για ένα φιλμ. Η συνέχεια, εν τούτοις, είναι απερίγραπτη.
Με την αλμοδοβαρική υστερία να δηλώνει σταθερά παρούσα (ο Χίτσκοκ, ευτυχώς, μας τελειώνει από νωρίς), εισέρχεται από την ορθάνοιχτη σεναριακή πόρτα ως επιρροή στα δρώμενα η γκροτέσκα αίσθηση του horror ενός Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια, μαζί με το μαύρο χιούμορ ενός Σαμ Ρέιμι. Το σύνολο που προκύπτει κρίνεται ανεκδιήγητο. Τα πάντα έχουν τυλιχτεί εντός φεμινιστικής φούσκας, που ενώ ως αφορμή λαμβάνει την κριτική ματιά απέναντι στην πατριαρχία, καταλήγει να ευτελίζει το μήνυμα που υποτίθεται πως υπηρετεί. Οι αξύριστες γυναικείες μασχάλες, οι αδιάκοπες topless εμφανίσεις του συνόλου του καστ, οι οργισμένες σεξουαλικές αναλύσεις περί διαφοράς πέους και κλειτορίδας, και (ως κερασάκι στην τούρτα) μία απερίγραπτη επίσκεψη στον γυναικολόγο, ενδεχομένως στο μυαλό της Μερλάν να λογίζονται ως τολμηρά, πρωτοποριακά ή σοκαριστικά, σε έμενα, όμως, φάνηκαν όχι χειραφετικά αλλά γελοία.
Υπηρετώντας τη ματαιόδοξη πλευρά της γυναικείας αλληλεγγύης, η Γαλλίδα auteur πλάθει ένα καρικατουρίστικο περιβάλλον, ξεπερνώντας εμφανώς (και ηθελημένα) τα όρια. Το συνονθύλευμα φαντασίας, εγκλήματος και φάρσας, το οποίο προκύπτει από την στα άκρα σκηνοθετική της προσέγγιση, σε κάνει να θέλεις να πηδήξεις… από το μπαλκόνι, καθώς το χιούμορ που η Μερλάν ευαγγελίζεται θέλει τη μία εκ των τριών γυναικών να κλάνει κάθε τόσο, διότι η πορδή (προφανώς) δεν είναι ανδρικό προνόμιο (χώρια που η ευρωπαϊκή «art-house» κλανιά, σε αντίθεση με τη μιαρή αμερικανική, μυρίζει λεβάντα!), ενώ το horror και η φαντασία αναλώνονται σε «νεκρά» πέη, καθώς και σε απολογητικά φαντάσματα ανδρών που πιάνουν κουβεντούλα με τα κάποτε «θύματα» τους.
Η σεξουαλική εργαλειοποίηση του γυμνού γυναικείου σώματος καταγγέλλεται μέσω… της συνεχούς έκθεσής του (αν αυτό αποτελεί σαρκασμό, παραδέχομαι πως δεν τον έπιασα), ενώ η ειρωνεία και το διανοουμενίστικο «πνεύμα» απέναντι στα κλισέ που χαρακτηρίζουν τα δύο φύλα προκύπτει με τρόπο θλιβερό και μονόπλευρο. Αν ασχοληθούμε, δε, με την κατεξοχήν παράμετρο του εγκλήματος (που στέκει ως αφετηρία του δράματος) και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τη συγκεκριμένη πτυχή το σενάριο, δεν θα τελειώσουμε ούτε αύριο! Η τελευταία μου παρατήρηση έχει να κάνει με την (δίχως λόγο και αιτία) αρχική εμφάνιση της Μερλάν (ως ηθοποιού Ελίζ): Μέριλιν Μονρόου βγαλμένη από το «Niagara» (1954); Αλήθεια τώρα;
