LES COWBOYS (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τομά Μπιντεγκέν
- ΚΑΣΤ: Φρανσουά Νταμιέν, Φίνεγκαν Όλντφιλντ, Αγκάτ Ντρον, Τζον Σι Ράιλι, Ελόρα Τόρτσια, Μαξίμ Ντρισέν, Ιλιάνα Ζαμπέτ, Αντόνια Κάμπελ-Χιουζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ανατολική Γαλλία, 1994: αναλώνοντας (και καταστρέφοντας) τη ζωή (της φαμίλιας) του στο να γυρεύει ανά τον κόσμο «άκρες» για τη 16χρονη κόρη του, εξαφανισμένη σε γιορτή τής country κι αλλαξοπιστήσασα μετά το κλέψιμό της με φονταμενταλιστή Μαγκρεμπίνο, ένας πατέρας λάτρης της American western κουλτούρας δίνει μοιραία τη σκυτάλη τής έρευνας στον απρόθυμο μικρό αδελφό της. Μια εικοσαετία μετά, αυτός τι μπορεί επιτέλους να ανακαλύψει;
Είσαι ένας απ’ τους παραγωγικότερους και πιο αξιόπιστους σεναριακούς «docteurs», απ’ το «Πέρα Από τη Λογική» μέχρι το «Οικογένεια Μπελιέ», εξόν το δεξί χέρι του Ζακ Οντιάρ. Μπορείς να αποδειχθείς και… «Ένας Προφήτης», ξαναγράφοντας την «Αιχμάλωτη της Ερήμου» του Φορντ à la manière de «Zero Dark Thirty» της Μπίγκελοου μ’ ένα je ne sais quoi «Τσάι στη Σαχάρα» του Μπερτολούτσι για την πρώτη σου μάλιστα αναζήτηση πίσω απ’ την κάμερα; «Ναι» είναι, έστω με μισή καρδιά, η απάντηση, υπό το φως των τραγικών γεγονότων του Charlie Hebdo και του Bataclan, που τον τελευταίο χρόνο ανάδευσαν βίαια τα συναισθήματα κι επαναπροσδιόρισαν τη σχέση τού (αυτο)θεωρούμενου ως ισλαμικά δεκτικότερου ευρωπαϊκού έθνους με τα – πλέον τυφλωμένα τουλάχιστον – παιδιά του Μωάμεθ.
Γιατί κάτω απ’ τις πτυχώσεις τού hijab («το γινάτι βγάζει μάτι», το τίμημα της απαντοχής ενός σογιού σε μια αδόκητη απώλεια, η τοξική γαλουχία μιας τραυματικής εμμονής) της κινηματογραφικά déjà-vu προβληματικής βρίσκεται, εκτός του οντιαρικού visage (η «Κοίτα τους Άντρες Όταν Πέφτουν» δοκιμασία τού Είναι που πρέπει να αρθεί ξανά στο ύψος του), ο λαλέων λαιμός: για ένα αλληγορικό χρονικό της «I Fall to Pieces» («δώσε» Πάτσι Κλάιν…) κλιμάκωσης των σχέσεων της κοιτίδας του Διαφωτισμού και του μουσουλμανισμού, για το «Tennessee Waltz» (ευφυής η δις συμβολική χρήση τού «ύμνου» πλάι στο διακριτικό ατμοσφαιρικό score τού Ραφαέλ) που χορεύουν ο φόβος κι η υπεροψία τής Δύσης έναντι της «αραπιάς» όπως τη χαρακτηρίζει ο προσέτι φαρμακωμένος papa, για το καλπάζον βολόδερμα του πολιτισμού μας στις εσχατιές τού χάρτη και της ανθρωπιάς του (όπου θεωρεί ότι πρέπει να επιβάλει τα πιστεύω του) προτού βρει την αποδοχή τού ετερόδοξου Άλλου και τον ξαλαφρωμένο από αυτή τη σέλα – βαρίδι εαυτό του.
«Μη με ψάξετε», γράφει η κοπέλα στο πρώτο γράμμα της στους δικούς της. Ο πατέρας, θέλοντας και μη ο 10χρονος γιος του και το – όχι αντισυναρπαστικό αλλά ριψοκίνδυνο μόνο στις αφαιρέσεις πλοκής του – DIY procedural θα αγνοήσουν την επιθυμία της, αξιοποιώντας πληροφορίες που τους δίνουν την ελπίδα ότι θα την εντοπίσουν ενώ τη χάνουν στο τσακ σε τσιγγάνικο καταυλισμό και στην Αμβέρσα (και πληροφοριακά σε Συρία, Υεμένη, Δανία), τα χρόνια περνούν και το σεκλέτι διαλύει το σπιτικό και – κυριολεκτικά σ’ ένα δυστύχημα – την κοινή διαδρομή τους, όπως τα τρομοκρατικά χτυπήματα της Al-Qaeda τους Δίδυμους Πύργους και σημεία του Λονδίνου & της Μαδρίτης σε κακήν-κακώς ειδησεογραφικά περάσματα στο φόντο τής δράσης.
Όλη αυτή την ώρα το gallop του Μπιντεγκέν είναι με αφηγηματικούς πήδους που – το συν – σε βάζουν κι εσένα στην α λα «Η Αρπαγή» (στο πιο φλου αρτιστίκ) εξιχνίαση της υπόθεσης αλλά – το πλην – αφηνιάζουν σε αναπάντητα ερωτηματικά για το συν τω χρόνω ακόμη πιο ανοιχτό βιογραφικό των προσώπων τού δράματος και περιστασιακά οδηγούν σε λίμνασμα τον ρυθμό. Το Stetson σου δεν το βγάζεις ούτε για την εικόνα, με τον φακό να «παίρνει» τους ηθοποιούς σε σταθερά γενικά και μεσαία που θυμίζουν τον ville realisme του «Σώμα με Σώμα» με πιο φροντισμένο και μη κοκκώδες κάδρο – και attraction τις δύο μεγάλες σκηνές στο τύπου «Ίιιχααα!» θεματικό πάρκο που δίνουν στην ταινία το στίγμα της. Οι les cowboys; Ο κωμικός Νταμιέν, πιο κόντρα (με σωβινισμό εκτός του επιθετικού ντουβρουτζά) απ’ ό,τι στο συγκινητικότερο, συγγενικό «Suzanne», αδυνατεί να βρει χωρίς έμπειρο υποκριτικό καθοδηγητή τις απαιτούμενες αποχρώσεις, ενώ το συναισθηματικό μούδιασμα που οφείλει να προβάλλει ο προς-το-ερυθρόδερμο (εκπληκτική λεπτομέρεια) Όλντφιλντ καπελώνει ακυρωτικά το μινιμαλιστικά εκφραστικό ερμηνευτικό του εκτόπισμα.
Η ταινία χώνει σωτήρια τα σπιρούνια της στα πλευρά σου στο δεύτερο μισό, αφού η εν υπνώσει παρακαταθήκη τού πατρικού καημού στον γιο ξυπνάει χάρη σε tip που τον στέλνει στο Πακιστάν, νέο πιθανό κρησφύγετο της κοκόνας. Πιάνοντας με το λάσο του όσο πρέπει τα ethnic εξωτερικά υπαίθρου και τον Τζον Σι Ράιλι ως κοντραμπατζή στο παιχνίδι και την εποχή τού ISIS, ο Μπιντεγκέν εναλλάξ παίρνει και χάνει απ’ τα χέρια του τα γκέμια: κρατά σοφά ώς το τέλος ασφράγιστη τη visa του μελαψού «απαγωγέα» ως τζιχαντιστή ή μη, αλλά τραβάει άμαθα το μοντάζ Colt μιας ολέθριας ανέλιξης αναμέτρησης με τον επίδοξο γδικιωτή του · βάζει πανέξυπνα στο ράντσο τού στόρι τους Yankees που η κουλτούρα τους ανέθρεψε τον Φραντσέζο πιτσιρικά (που όλοι φωνάζουν Κιντ) να σώζουν αναπάντεχα το τομάρι του, αλλά αφού τον έχουν δασκαλέψει να καπνίσει την πίπα της ειρήνης, της ενσυναίσθησης, της αποδοχής της οπτικής τού απέναντι · κλείνει στον στάβλο μια γυναίκα, όχι το χαμένο «αίμα» τού μικρού αλλά μια ξένη απ’ το γένος τού εχθρού (έξοχη η αντιμεταχώριση χαρακτήρων), με την οποία τον δένει ισόβια και τον εξιλεώνει το kismet, φλερτάροντας όμως και με μια απολογία του σπλαχνικού Κορανίου ενώ κηρύττει «Τράβα παρακάτω, μην κάνεις τον καμπόη». Ψιλοδικαιούται, πάντως, να τον κάνει ο auteur, αφού στο coup de foudre, τον επίλογο, σηκώνει την μπούρκα και υπέρ της αυτοδιάθεσης της – με επίγνωση για τα λάθη της – φευγάτης «άσωτης» θυγατέρας, που ομοίως συνεχίζει στο δικό της αύριο. «Smalltown Boy» (κατά πώς άδει στην ακουστική διασκευή τού τραγουδιού των Bronski Beat στους τίτλους) όπως ο λυτρωμένος ήρωάς του είναι κι ο Μπιντεγκέν σ’ αυτά τα χώματα ακόμα, θα μάθει το τροπάρι…