ΛΕΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ: ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ (2018)
(LEO DA VINCI: MISSIONE MONNA LISA)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέρτζιο Μάνφιο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ιταλία, 1400+. Προσηλωμένος σε πτητικό κατασκεύασμά του, φέρων βόλτα επίσης από ζωγραφική μέχρι αρχαιολογία νεαρούλης με χάχα αλλά πιστό φίλο και ανεκδήλωτο ψιλοσκίρτημα για ήρεμη δύναμη φίλη, την οποία κατόπιν ραδιουργίας και καταστροφής του γεωργού πατέρα της απειλεί με γάμο ο γιος τού αριστοκράτη πιστωτή του, βρίσκει λύση σε θρυλούμενο χάρτη θησαυρού κρυμμένου στα βάθη της θάλασσας ενώ η παρέα μεγαλώνει στη Φλωρεντία με την προσθήκη καπάτσας παιδούλας και λάτρη της αστρονομίας μπόμπιρα. Κουρσάροι (και όχι μόνο) θα σκοτωθούν να καρπωθούν τη λεία. Πώς… δεν έγραψαν Ιστορία;
Η πρεμούρα για την απόκτηση μη δαπανηρών toon τίτλων δεύτερης διαλογής, που βγάζουν πάντα σχεδόν τα έξοδά τους και συνήθως αφήνουν ένα όχι αμελητέο κέρδος, προσγειώνει αυτή τη φορά στην ημεδαπή ένα φιλόδοξο project απ’ την όχι με παράδοση στα «ζωγραφιστά» μπότα στη διπλανή γεωγραφία μας. Τρία χρόνια εργασίας, 408 εμπλεκόμενοι, 118 χιλιάδες καρέ, 300+ φόντα και 6 σεναριακές εκδοχές (η πιο απογοητευτική πληροφορία, αν λάβεις υπόψη το αποτέλεσμα) δεν εμπόδισαν αυτή την από κάθε άποψη πεπαλαιωμένη και παιδιάστικη, ποιητική αδεία κι ελευθερία CGI παραχάραξη των νεανικών χρόνων του πανεπιστήμονα της Αναγέννησης να καταλήξει ένας καλλιτεχνικός Ίκαρος του ευρωπαϊκού κινούμενου, πεπτωκώς μοιραία στην Αδριατική, συγκεκριμένα στο Τρεβίζο όπου έβαλε στο carta, υλοποίησε μέσω ΙΤ και πρωτοάνοιξε τα φτερά του.
Αν το χρωμορεντάρισμα είναι ικανοποιητικό, η ματ υφή των προσώπων ανακαλεί την κέρινη κούκλα όχι του Χρηστομάνου αλλά των πρώτων χρόνων σκαπανέων όπως η Pixar και η DreamWorks, με τις ματάρες των δύο βενιαμίν στα κοντινά να πλησιάζουν (εκκλητικά του συναισθήματος) το anime, και αφαιρεί από την εφηβική ζωντάνια που έχει προσγραφεί εγγενώς στις περσόνες. Η σαν σκαλιστή σε ανοιχτόχρωμο έβενο, όπως το σκαρί που διαφεντεύει, φιγούρα του αρχιαχρείου καπετάνιου αποτελεί μια αποκλίνουσα ωραία ιδέα που μπατάρει εξαιτίας των ξύλινων ατακών που του ανατίθενται. Είναι γενικό το κακό, καθώς η αδυναμία να υπάρξει αντίβαρο για το ανερμάτιστο σκίτσο στο πνεύμα ή στο χιούμορ διαλόγων βουλιάζει τη δυνατότητα ανάδρασης ακόμη κι ενός φοιτούντος στο Γυμνάσιο («Πρώτα ένα snack» – «Ευχαρίστως, λαίδη Άγκνες. Τρώω κι ένα ολόκληρο πειρατικό πλοίο!» – ma che cazzo…). Το φινίρισμα της κίνησης ιδίως στην αρχή, τεκμήριο της απειρίας και της αμέλειας του παραγωγού οίκου Gruppo Alcuni, υστερεί αισθητά ενώπιον των οφθαλμών ενός έμπειρου στην τεχνοτροπία ανήλικου ή ενήλικου θεατή. Λεπτομέρειες στο character design, όπως η επιβραχιόνια κασετίνα τού ήρωα, είναι δώρον άδωρον καθώς μένουν ανεκμετάλλευτες απ’ τη δράση και περνούν απαρατήρητες. Ο σχεδιασμός ήχου είναι λειτουργικά μονοσήμαντος. Με λίγα λόγια, ένας αλλά καθόλου λέων στο… επίπεδο της 3D μαστορικής αυτός ο Λέο.
Από παπυρολογικό εύρημα παρασάγγας απέχουν και το αφήγημα αλλά και η αφήγησή του. Αραγμένο, όπως το… μηχανικό όχημα του παλικαριού στα βούρλα στην απόληξη μιας σκηνής που σε προκαλεί να την αναγνώσεις και ως μη ηθελημένη εις βάρος εαυτής αλληγορία, κάπου μεταξύ των live action «Πειρατών της Καραϊβικής» και του όμορου «Η Χαμένη Ατλαντίδα» (αμφότερα της Disney, ο τρίτος τροχός της αμάξης των επιρροών) σε τοσκανική βαριάντα 15ου αιώνα, αυτό το σκανταλιάρικο ταξίδι ενηλικίωσης, στην απόξω μάθημα των διαχρονικών αξιών του να καταδιώκεις το όνειρό σου και του να κάνεις κράτει στο Εγώ σου ώστε να δώσεις το Είναι σου για τους πιο αγαπημένους σου ανθρώπους, όχι μόνο δεν έχει να πει κάτι παραπάνω πόσω μάλλον δικό του, αλλά στουκάρει συχνά πυκνά και με το στοιχειώδες γούστο ή τη λογική. OK να ρεφορμίζεις με πινελιές μοντερνιάς για να μιλήσεις στη νέα γενιά αλλά κάνε το πρώτα κομμάτι του σύμπαντός σου, να μη μας έρχεται ο ουρανός σφοντύλι, ρε φίλε. Αυτό θα αισθανθείς όταν η κορασίδα θα αμολήσει στο άσχετο μια παρομοίωση για «επίδειξη μόδας» (!), οι κηδεμονευόμενοι στο διπλανό κάθισμα θα αρχίσουν την καζούρα όταν ένας πραματευτής θα ραψωδήσει μια ιστορία ραπάροντας, και στο δίκην love song υπό τη λεοντή music video με τη φωνή του Βαγγέλη Κακουριώτη της γείτονος, Ρίκι, potpourri φλασιών του ντα Βίντσι στο πώς έγραψε επιτέλους και στην καρδιά εξόν της φαιάς ουσίας του η όλη περιπέτεια, ε, το πράγμα απειλεί σοβαρά την αισθητική σου.
Το μακαρονάδικο μικιμάους είναι εκεί, πλέον, αρκετά κοντά στο καθόλου γκραν φινάλε του και το μόνο που έχει να κληροδοτήσει στους αιώνες είναι μια προηγηθείσα πραγματικά όμορφης ambianza υποβρύχια σεκάνς, όπου τα τιρκουάζ περιβάλλοντα, η σιωπή, κάποιες μουσικές νότες και η απειλητική παρουσία καρχαριοειδών πετυχαίνουν να σε εμβυθίσουν ενώ χάρη σε με μία ακόμα εφεύρεσή του τύπου σκάφανδρο ο Λέο ψάχνει το πολύτιμο ζητούμενο. Αυτό που τούτη η αρσενική Barbie του κλασικού Firenze γυρεύει και χάνει συνεχώς. Και με τον χαζοχαρούμενο κολλητό, ανεπαρκές υποστήριγμα στην πινακοθήκη. Και με εκείνο το «Γιατί με κοιτάς έτσι;» από ένα πρόσωπο προς ένα άλλο που βρίσκεται διαρκώς εκτός του οπτικού πεδίου του. Και με το άπιαστο feel τόσο του κινδύνου στις καταστάσεις όσο και της ψυχικής εγγύτητας στα διαπροσωπικά κονέ, feel απαραίτητο ώστε να επιτευχθεί η σύνδεση με τον αν μη τι άλλο πιο… σοβαρό δέκτη. Η λειτουργική μεταγλώττιση σκιάζεται, όχι κατά την έκλειψη που «σκάει» εν ουρανώ ως από μηχανής θεός κάποια στιγμή, αλλά επειδή η μετάφραση έχει αδικαιολόγητα και τερατωδώς παραφθείρει τον Νικολό σε Νίκολο – και ακόμα προσπαθώ να καταλάβω με ποια έννοια (αν είναι του downloading, ακόμη ένας αναχρονισμός πάει στον βρόντο αστήριχτος από το απαιτούμενο γκαγκ) έχει χρησιμοποιηθεί εκείνο το «να κατεβάσω» που ακούγεται για ένα κείμενο. Τι να σου κάνει το έξυπνο χώσιμο του Βιτρούβιου στο μη παρέκει; Εκτός κι αν είναι πολύ πολύ raggazzina, δεν θα γελάσει, μάλλον θα παγώσει στην έκφρασή της για ό,τι θα δει κι η δική σου Μόνα Λίζα, povero γονιέ. Για potenze, τραβήξου αλλού…