LEE (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έλεν Κούρας
- ΚΑΣΤ: Κέιτ Γουίνσλετ, Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Άντι Σάμπεργκ, Άντρεα Ράιζμποροου, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τζος Ο’Κόνορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Η αναμνήσεις της Αμερικανίδας φωτογράφου Λι Μίλερ, διάσημης πολεμικής ανταποκρίτριας για λογαριασμό της βρετανικής VOGUE, της οποίας η δουλειά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου άφησε εποχή, με πιο συγκλονιστική την καταγραφή πρωτοφανών εικόνων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ολοκαυτώματος.
Δεν θυμάμαι άλλη (πρόσφατη, έστω) ταινία στην οποία η πρωταγωνίστρια να εμφανίζεται σε κάθε πλάνο (σχεδόν κυριολεκτικά), αλλά ο χαρακτήρας που υποδύεται να είναι σαν να… μην υπάρχει! Το συμπέρασμα που βγαίνει από το «Lee» είναι πως πρόκειται για ένα vanity project της Κέιτ Γουίνσλετ (η οποία εδώ κατέχει και credit παραγωγού), με απώτερο σκοπό να επιστρέψει δυναμικά (;) στην περίοδο των κινηματογραφικών βραβείων, «τσουβαλιάζοντας» εντός του φιλμ όποια δικαιωματική ή πολιτική agenda είναι… της μοδός τα τελευταία χρόνια και, φυσικά, τοποθετώντας στην καρέκλα του σκηνοθέτη… μία γυναίκα (και, ευτυχώς, ουχί τον εαυτό της!).
Η Έλεν Κούρας, πιο γνωστή για τα καθήκοντά της στη διεύθυνση φωτογραφίας και με μακρά τηλεοπτική πείρα πίσω από τις κάμερες, κάνει στο «Lee» το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στο σινεμά και παραδίδει κάτι που στο πρώτο μέρος του φιλμ στέκει (απλά) επαγγελματικά, πατώντας πάνω σε τυπικές «πατέντες» ακαδημαϊσμού που χαρακτηρίζουν τα βιογραφικά δράματα. Δεν είναι ασήμαντη, ούτε η ιστορία ούτε και η περίοδος στην οποία έδρασε η Μίλερ, η οποία από fashion model στη Νέα Υόρκη του ’20 (κάτι που απουσιάζει πλήρως από το φιλμ, μάλλον επειδή θα έπρεπε να αντικατασταθεί η πρωταγωνίστρια…), πέρασε σε κύκλους διανόησης στο Παρίσι του ’30, κάνοντας παρέα με την fashion editor της γαλλικής VOGUE, τον Μαν Ρέι, τον Πολ Ελιάρ, τον Πάμπλο Πικάσο και τον Ζαν Κοκτό. Είναι τραγικά απογοητευτικό να περιορίζεται όλο αυτό σε μία ανόητη σεκάνς φλυαρίας, οινοποσίας και υπόνοιας σεξουαλικής ελευθεριότητας (με ολίγη από γυναικεία βυζάκια…)!
Το σωστά και δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις εκτελεσμένο (και πιο ανέμελο) πρώτο μέρος της ταινίας ακολουθείται από μία… φεμινιστική εκτόνωση «ντουντούκας» και το πλέον ντροπιαστικό exploitation της θηριωδίας των Γερμανών κατακτητών στην Ευρώπη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την ηρωίδα να «ξυπνά» συνειδησιακά και να μάχεται ενάντια στο κακό ριζικό του φύλου της… από το πουθενά (!), ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ενημερώσει τις μάζες για τις «εξαφανίσεις» Εβραίων και διαφόρων «μειονοτήτων» σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης (όπως εκείνα του Μπούχενβαλντ και του Νταχάου). Η «προκάτ» και λαϊκίστικα στοχευμένης διδαχή του φιλμ καταντά να γυρίζει σαν boomerang και να χτυπά αρνητικά την παραγωγή του, ενώ στα τελευταία λεπτά του συμβαίνει το απόλυτο ναυάγιο, με εξομολογήσεις της ηρωίδας που έμεναν κρυφές για μία δήθεν δραματική κορύφωση, αλλά κι ένα «ανατρεπτικό» φινάλε που περισσότερο με αστείο μοιάζει παρά με κάτι το αφηγηματικά ευρηματικό.
Σίγουρα άδικο να θυμάται κανείς (ή και να γνωρίσει) το όνομα της Λι Μίλερ με μια τέτοια ταινία, που στην τελική περισσότερο θυμίζει την αφήγηση μιας βιογραφικής mini series τηλεοπτικής πλατφόρμας (διόλου τυχαία η αναφορά, καθώς πίσω από την παραγωγή βρίσκεται το βρετανικό συνδρομητικό Sky…), η οποία θα σου άφηνε σχετικά καλές εντυπώσεις στο πρώτο επεισόδιο (πόσω μάλλον και με ένα καστ κανονικό «κράχτη»!), αλλά δεν θα ολοκλήρωνες ποτέ τη θέαση του δεύτερου…