Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ (2024)
(LE SUCCESSEUR)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Λεγκράν
- ΚΑΣΤ: Μαρκ Αντρέ-Γκροντέν, Ιβ Ζακ, Λετισιά Ιζαμπέρ-Ντενί, Ανν Ελιζαμπέτ-Μποσέ, Βενσάν Λεκλέρκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Μόδιστρος εκ Παρισίων, ο οποίος βαδίζει ολοταχώς προς τον δρόμο της δόξας, πληροφορείται τον θάνατο του επί σειρά ετών αποξενωμένου πατέρα του. Μεταβαίνει εσπευσμένα στο Μόντρεαλ για τα διαδικαστικά της κηδείας, όμως, η πατρική κληρονομιά που του αναλογεί δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι που θα μπορούσε να φανταστεί.
«Ο Διάδοχος» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, αρκεί ν’ αποδεχτείς τη συγκεκριμένη απόφαση του κεντρικού ήρωα, όταν έντρομος ανακαλύπτει την «έκπληξη» που ο πατέρας του τού έχει αφήσει ως «κληρονομιά» στο σπίτι του. Προσωπικά, δεν μπόρεσα να την καταπιώ με τίποτα, από οποία… φροϋδική ή σαιξπηρική μάτια και να την εξέτασα. Θεωρώ πως ουδείς (υπό τις δεδομένες συνθήκες) θα έπραττε παρόμοια με τον τρόπο του Ελιάς, με αποτέλεσμα όλα όσα ακολουθούν του συνταρακτικού σεναριακού twist να μοιάζουν ακατανόητα στα μάτια μου. Ως εκ τούτου, αν και η ταινία και ανατροπές έχει και αγωνία δημιουργεί για το ποια θα είναι η πορεία των πραγμάτων, βασίζει αμφότερες τις συνθήκες σε κάτι που δεν μπορεί να σταθεί. Πόσω μάλλον στον (τόσο δεδομένο) κόσμο ενός τύπου όπως ο Ελιάς.
Η γυριστή που κάνει το σενάριο είναι από εκείνες που περιορίζουν σημαντικά την ευχέρεια ανάλυσης γεγονότων και συμπεριφορών, καθώς ο κίνδυνος του #spoiler είναι κάτι παραπάνω από βέβαιος. Γενικά, λοιπόν, αναφέρω πως ο Ελιάς προβάλλει ως ο νέος αδιαφιλονίκητος ηγέτης του γαλλικού οίκου μόδας Ορσινό, έπειτα από τον θάνατο του ιδρυτή του. Το τελευταίο του defilé τυγχάνει αποθεωτικής υποδοχής, όμως, ο ίδιος ανησυχεί. Όχι για την καριέρα του, αλλά για την υγεία του, όντας βέβαιος πως η καρδιά του είναι αδύναμη (παρά τις περί του αντιθέτου ιατρικές γνωματεύσεις). Η αναγκαστική, ολιγοήμερη μετάβασή του στον Καναδά αποδεικνύεται διόλου διαδικαστική, θέτοντας τον προ ενός ψυχολογικού λαβύρινθου, από τον οποίο δείχνει μάλλον ανήμπορος ν’ αποδράσει.
Ο σκηνοθέτης Ξαβιέ Λεγκράν είχε αφήσει καλές εντυπώσεις με το προ επταετίας ντεμπούτο του «Μετά τον Χωρισμό» (2017), υπογράφοντας τότε ένα δραματικό θρίλερ ψυχολογικής πυκνότητας, το οποίο με επίκεντρο τους διαρρηγμένους οικογενειακούς δεσμούς προκαλούσε άγχος στον θεατή. Με τον «Διάδοχο» επιστρέφει σε μία παρόμοιου ύφους θεματολογία, ποντάροντας περισσότερο στο αλά Ντέιβιντ Φίντσερ κλειστοφοβικό θρίλερ με ολίγη από τη διακριτικότητα του Κλοντ Σαμπρόλ. Αντιστρέφοντας την πορεία του «Se7en» (1995), ο Λεγκράν προσφέρει τη μοναδική λουσμένη στο φως στιγμή της ζωής του Ελιάς στο ξεκίνημα της ταινίας, μέσω μιας υπέροχα κινηματογραφημένης επίδειξης μόδας. Από εκεί κι έπειτα η μουντάδα είναι αυτή που κυριαρχεί στην καθημερινότητά του, είτε προσπαθώντας να αποφύγει τους γείτονες του πατέρα του που δείχνουν ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον γι’ αυτόν, είτε φοβούμενος πως από στιγμή σε στιγμή η καρδιά του θα τον προδώσει. Μέχρι που θα δει «κάτι» και η μουντάδα αυτή θα πάρει μια άλλη διάσταση που ουδέποτε φανταζόταν.
Άπαξ της άφιξης του Ελιάς στο Μόντρεαλ και της σχετικά εύκολης τακτοποίησης των θεμάτων κηδείας και οικιακού εξοπλισμού του πατέρα του, έρχεται η κρίσιμη στιγμή της ανατροπής που δίνει μία βάρβαρη και διαφορετική τροπή στο φιλμ, μαζί και το έναυσμα για μια σειρά από απιθανότητες, οι οποίες βασίζονται ολοκληρωτικά στην αναιτιολόγητη απόφαση που ο ίδιος παίρνει. Με επίκεντρο των σεναριακών ανησυχιών την πατριαρχία, στην οποία προσδίδεται ένας αέρας οιδιπόδειου δράματος, καθώς και μια άκρως επικίνδυνη (ως σκέψη και συνθήκη) τάση κληρονομικότητας, σταδιακά το στόρι βυθίζεται στην υποκρισία του φαίνεσθαι, φλερτάροντας όμως με το γκροτέσκο παρά με το κοινωνικό. Όσο αξιοπρόσεκτη και να είναι η ερμηνεία του Μαρκ Αντρέ-Γκροντέν, και με όλη την «υπόγεια» αγωνία που το μουσικό score δημιουργεί, ενισχύοντας την εν γένει αβεβαιότητα, ο «Διάδοχος» στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια, ψαρεύοντας στα θολά νερά μιας άκρως αμφισβητήσιμης προσέγγισης περί «πατρικής κληρονομιάς».