ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΚΟΛΝΤΜΑΝ (2023)
(LE PROCÉS GOLDMAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δικαστικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεντρίκ Καν
- ΚΑΣΤ: Άρι Βολτχάλτερ, Αρτούρ Αραρί, Στεφάν Γκερέν-Τιλιέ, Νικολά Μπριανσόν, Ορελιέν Σοσάντ, Κριστιάν Μαζουκινί, Γέρζι Ραντζιβίλοβιτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Γαλλία, 1976. Ο αριστερός ακτιβιστής Πιερ Γκολντμάν, έπειτα από πενταετή εγκλεισμό στη φυλακή, δικάζεται για δεύτερη φορά, κατηγορούμενος για υποθέσεις ένοπλων ληστειών και δολοφονιών. Έχει αποδεχθεί την πρώτη κατηγορία, όμως, αρνείται σθεναρά τη δεύτερη. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.
Μπορεί οι ταινίες δικαστικού ενδιαφέροντος να μην είναι το ίδιο συχνές στον γαλλικό κινηματογράφο όσο στον αμερικανικό, πλην όμως, τρεις από τις πλέον βραβευμένες της πρόσφατης εσοδείας ανήκουν σ’ αυτό το είδος! Κι αν για τις δύο προηγούμενες (την «Ανατομία μιας Πτώσης» και το «Σεντ Ομέρ») η απόφαση των… ενόρκων του FREE CINEMA ήταν πανηγυρική αθώωση και ισόβια φυλάκιση, αντίστοιχα, για τούτη την «Υπόθεση Γκολντμάν», την πρώτη εκ των δύο ταινιών που ο σκηνοθέτης Σεντρίκ Καν γύρισε την περασμένη χρονιά (η δεύτερη ήταν «Το Γύρισμα»), η ετυμηγορία είναι κάτι σαν αθώος μεν, αλλά… με αναστολή.
Τοποθετημένη στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, σε μια εποχή όπου το έγκλημα στην Ευρώπη συνδέθηκε με τον αριστερό ριζοσπαστισμό (Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, Baader-Meinhof στη Γερμανία), η ταινία παρουσιάζει την περίπτωση του Πιερ Γκολντμάν λιγότερο ως μια υπόθεση κοινής παραβατικότητας και περισσότερο ως δίκη πολιτικού χαρακτήρα, όπου δικάζονται η καταγωγή και τα φρονήματα του κατηγορουμένου επί το γενικότερο. Η αυτοβιογραφία, άλλωστε, με τίτλο «Souvenirs Obscurs d’un Juif Polonais né en France», την οποία ο Γκολντμάν έγραψε ευρισκόμενος πίσω από τα κάγκελα και πριν την αναψηλάφηση της υπόθεσής του, δε στάθηκε μόνο ως ερέθισμα έμπνευσης για τον Καν (στην προκειμένη), αλλά είχε μετατρέψει τον κατηγορούμενο σε ήρωα της γαλλικής διανόησης της εποχής εκείνης. Πλήθος δημοσιογράφων και κοινού παρακολούθησε τη δικαστική διαδικασία, μεταξύ των οποίων η Σιμόν Σινιορέ και ο Ρεζίς Ντεμπρέ, έχοντας συνδέσει στο πίσω μέρος του μυαλού τους τη συγκεκριμένη υπόθεση με τα γεγονότα του Μάη του ‘68, εκλαμβάνοντας την εκδικητικότητα του συστήματος απέναντι στον Γκολντμάν ως άτυπη ρεβάνς της ποινικής δικαιοσύνης ενάντια στην αριστερά.
Την προοπτική αυτή δείχνει να ενστερνίζεται εξαρχής ο Καν, από τη μία περιβάλλοντας με εμφανή συμπάθεια τον κεντρικό του ήρωα και τονίζοντας από την άλλη τις αντιφάσεις και την προκατάληψη της Αστυνομίας, η οποία μετά βεβαιότητας έμοιαζε να έχει φορτώσει στον Γκολντμάν τη διπλή δολοφονία σε φαρμακείο στο κέντρο του Παρισιού δίχως να κρατά στα χέρια της καμία ουσιαστική απόδειξη. Ο μόνος σημαντικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν στην πραγματικότητα ένας αστυνομικός εκτός υπηρεσίας, ο οποίος πυροβολήθηκε ενώ ο δράστης έφευγε από τον τόπο του εγκλήματος και που δεν κατάφερε ποτέ να ξεκαθαρίσει την ιστορία του, ενώ έτερος μάρτυρας (μαύρου χρώματος επιδερμίδας…), φίλος του Γκολντμάν με καταγωγή από τις Αντίλλες, ισχυριζόταν ότι εξαναγκάστηκε από την Αστυνομία να καταθέσει εναντίον του.
Η πολιτική διάσταση του φιλμ και οι συνειρμοί που προκύπτουν από την εύλογη αναγωγή του με δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις αστυνομικής προκατάληψης (στη Γαλλία και όχι μόνο), εξαιτίας της εν γένει προσωπικότητας του εκάστοτε κατηγορουμένου, είναι ο εκ των βασικών λόγων που η «Υπόθεση Γκολντμάν» ξεπερνά (έστω οριακά) τον σκόπελο της ακραιφνούς αντι-κινηματογραφικότητας. Είχαμε τονίσει στο «Σεντ Ομέρ» πως ο τρόπος λειτουργίας των γαλλικών δικαστηρίων δεν ευνοεί την απεικόνισή τους στο σινεμά, σε αντίθεση με εκείνη των αμερικάνικων, όπου μία δίκη δύναται να παρουσιαστεί ως κάποιου είδους «show». Η συνθήκη αυτή σαφώς και υπάρχει στην «Υπόθεση Γκολντμάν», εντούτοις, ο Καν καταφέρνει να την κάνει να μη δείχνει τόσο πληκτική.
Πέραν της ακραιφνούς, διαχρονικής πολιτικής διάστασης του θέματος, ο Γάλλος auteur έχει την τύχη να διαθέτει έναν ηθοποιό (τον Βέλγο Άρι Βολτχάλτερ) η ερμηνεία του οποίου μαγνητίζει το βλέμμα, αλλά και μια σειρά από διαλόγους που προσφέρουν άφθονη τροφή για σκέψη, για καταστάσεις που βιώνουμε ακόμα και σήμερα (από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη μέχρι τον απροκάλυπτο ρατσισμό). Κάποιες από τις καταθέσεις των μαρτύρων δεν προσφέρουν τίποτα το καινούργιο στην εξέταση της υπόθεσης (ειδικά εκείνη της κομμώτριας) και θα μπορούσαν να μην υπάρχουν καν, όμως, η αφοπλιστική παραδοχή όλων των προσωπικών λαθών του Γκολντμάν (πλην των δύο φόνων, φυσικά) και η τάση του για όρθωση αναστήματος ενάντια στην αδικία, την οποία κληρονόμησε από τον αντιστασιακό πατέρα του, δίνουν στην ταινία έναν βαθύ και ειλικρινή τόνο. Κι ας υπάρχει μια ισχυρή δόση υπερβολής στην αιτίαση του κατηγορούμενου, πως σε ό,τι έχει να κάνει με τις ρατσιστικές διακρίσεις, Εβραίοι και Μαύροι είναι ένα και το αυτό. Στουκάρει τη σήμερον ημέρα η παρατήρηση αυτή, με τη διαχρονικότητα που λέγαμε προηγουμένως.