Ο ΜΟΪΚΑΝΟΣ (2025)
(LE MOHICAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρεντερίκ Φαρουτσί
- ΚΑΣΤ: Αλεξίς Μανεντί, Μαρά Τακέν, Τεό Φριμιγκατσί, Πολ Γκαράτ, Μαρί-Πιερ Νουβό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Κορσικανός κτηνοτρόφος, ο οποίος αντιστέκεται με πείσμα στις απαιτήσεις της τοπικής μαφίας για να της πουλήσει τα βοσκοτόπια του ώστε να ανεγερθεί ξενοδοχειακή μονάδα, γίνεται φυγάς στον ίδιο του τον τόπο όταν σκοτώνει τον αρχηγό των εκβιαστών του. Οι μαφιόζοι, εν τούτοις, γνωρίζουν κι αυτοί καλά το νησί τους.
Συνδυάζοντας στοιχεία ταινίας γούεστερν με σύγχρονους προβληματισμούς περί ανάγκης διάσωσης του φυσικού πλούτου (σε αντιδιαστολή με τις επιταγές της σύγχρονης «ανάπτυξης»), «Ο Μοϊκανός» λειτουργεί τόσο ως προσωπική ιστορία επιβίωσης όσο και ως αλληγορία αντίστασης. Εκεί βρίσκεται το ζουμί της ταινίας του Φρεντερίκ Φαρουτσί, ο οποίος ως γνήσιος Κορσικανός κριτικάρει τα σύγχρονα μοντέλα «αξιοποίησης της γης» (που προφανώς βλέπει να καταστρέφουν την ομορφιά του τόπου του), προτάσσοντας από τη μία την τοπική μαφία κι από την άλλη την προσπάθεια συντριβής κάθε φωνής διαμαρτυρίας.
Ο «Μοϊκανός» του τίτλου είναι ο Ζοζέφ, ένας λιγομίλητος τύπος που αποτελεί έναν από τους ελάχιστους εναπομείναντες βοσκούς στην Κορσική. Αγαπάει πολύ αυτό που κάνει, πλην όμως, έχει την «ατυχία» η στάνη του να βρίσκεται σε περιοχή «φιλέτο» του νησιού. Ο απεσταλμένος της μαφιόζικης οικογένειας, που τον επισκέπτεται ως εντεταλμένος των ενδιαφερόμενων εργολάβων, απαιτώντας μόνο καταφατική απάντηση στην πρόταση που του κάνει, πέφτει νεκρός έπειτα από έντονη φιλονικία. Το γεγονός αυτό λειτουργεί σαν σπίθα που βάζει φωτιά σε πυριτιδαποθήκη, καθώς ολόκληρη η μαφιόζικη φαμίλια θα καταδιώξει τον Ζοζέφ σε όλη την επικράτεια της Κορσικής, είτε εξαλείφοντας είτε εκφοβίζοντας γνωστούς και συγγενείς που θα μπορούσαν να του παράσχουν καταφύγιο. Σταδιακά, και καθώς οι μέρες περνούν, ο φυγάς βοσκός γίνεται ένα είδος συμβόλου αντίστασης ανάμεσα στου βέρους Κορσικανούς, χάρη και στην ανιψιά του, η οποία χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προς όφελός του.
Απογυμνώνοντας τον γκανγκστερισμό του νησιού και αντιπαραβάλλοντάς τον με τον μύθο του γενναίου ντόπιου αγρότη που αντιστέκεται όσο καλύτερα μπορεί στην καταπίεση και στους οικονομικούς εκβιασμούς, ο Γάλλος auteur πέφτει μεμιάς στη στερεοτυπική παγίδα απεικόνισης της τοπικής καθημερινότητας. Οι Κορσικανοί του σινεμά είναι είτε μαφιόζοι είτε σιωπηλοί, ανεξάρτητοι τύποι που, έχοντας βιώσει αμέτρητες στερήσεις και κακουχίες, δεν περνά καν από το μυαλό τους η πιθανότητα οποιουδήποτε συμβιβασμού. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα το πολιτικό μήνυμα του φιλμ να στέκει εξαρχής σημαδεμένο, στερώντας σε σημαντικά μεγάλο βαθμό τη θριλερική ένταση που επιχειρείται να χτιστεί. Η ιστορία του αθώου βοσκού που αναγκάζεται να σκοτώσει για να προστατέψει τα ιδανικά του (αλλά και την σωματική του ακεραιότητα), έχει από ένα σημείο κι έπειτα δευτερεύουσα σημασία, με το πάνω χέρι να παίρνει η ωσάν κοινωνιολογικής μελέτης σκιαγράφηση της τοπικής κουλτούρας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η χρήση της ντοπιολαλιάς προσδίδει μία ασφαλή νότα αυθεντικότητας, με το αυτό να πράττει η κινηματογράφηση της αφιλόξενης κορσικανικής φύσης. Η ηρωοποίηση του «παράνομου» κεντρικού ήρωα παραπέμπει κατευθείαν σε μύθο του γουέστερν, όπως και ολόκληρη η πλοκή που καταπιάνεται με οικογενειακούς δεσμούς και βάρη του παρελθόντος. Ο απαραίτητος εκμοντερνισμός προκύπτει από την παράμετρο των social, η οποία όσο βοηθά στη διάδοση της δράσης του φυγά Ζοζέφ (αναδεικνύοντας τη δύναμη του μέσου), όμως, άλλο τόσο στέκει υπόλογη σεναριακών υπερβολών. Όλη η Γαλλία είναι οργισμένη τα τελευταία χρόνια ενάντια στη μητροπολιτική εξουσία, η δε Κορσική διακρίνεται διαχρονικά ως τέτοια. Στην προκειμένη, εν τούτοις, κίτρινα γιλέκα μάλλον δεν κολλάνε και τόσο…