ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ (2014)
(LE MERAVIGLIE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλίτσε Ρορβάκερ
- ΚΑΣΤ: Αλεξάντρα Λούνγκου, Άλμπα Ρορβάκερ, Σαμ Λούβικ, Σαμπίνε Τιμοτέο, Ανιέζε Γκρατσιάνι, Μόνικα Μπελούτσι, Αντρέ Χένικε, Λουίς Χουίλκα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Οικογένεια, που επί γενιές παράγει μέλι, βρίσκεται προ επικείμενης επιθεώρησης της φάρμας σχετικά με τα νέα πρότυπα υγιεινής, όσο στην περιοχή οι ιθύνοντες reality προγράμματος αναζητούν την κατάλληλη οικογένεια για την εκπομπή τους. Η μικρή Τζελσομίνα, όμως, είναι έτοιμη να ζήσει το παραμύθι της.
Υπάρχουν στιγμές στα «Θαύματα» όπου φαίνεται να μη συμβαίνει τίποτα. Και, ταυτόχρονα, υπάρχουν στιγμές που φαίνεται να συμβαίνουν πάρα πολλά. Η Αλίτσε Ρορβάκερ, μετά το «Corpo Celeste», επιστρέφει στη νατουραλιστική της προσέγγιση, κρατάει διακριτική τη ματιά της, λούζει τα δρώμενά της στον μεσογειακό ήλιο (αν και η ταινία όχι μόνο ξεκινά στο σκοτάδι, υπό το φως των ήχων των κυνηγών, αλλά στήνει και τις πιο κρίσιμες στιγμές της μέσα σε αυτό) και «ντύνει» το χαμηλών τόνων δράμα της με μια ευρύτερη ιστορία ενηλικίωσης, όπου οι έννοιες της οικογένειας, του παρελθόντος και του ονείρου για το μέλλον φαίνεται να διαταράζουν τη φαινομενικά αιώνια ηρεμία μιας οικογένειας.
Είναι πολύ εύκολο να παρεξηγήσεις το φιλμ ως μια γενικόλογη ευρωπαϊκή ταινία, που απελπισμένα προσπαθεί να διατηρήσει αργούς τους ρυθμούς της. Και, όμως, υπάρχουν παράλληλες αφηγήσεις που (όχι με προφανή τρόπο) σχολιάζουν πολλά από τα πράγματα που απασχολούν τη σκηνοθέτιδα και, στα χέρια κάποιου άλλου, θα είχαν διασπαστεί με θόρυβο σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι συγκρούσεις εντός της οικογένειας θα μπορούσαν να αποτελούν πρώτης τάξεως υλικό για ένα κραυγαλέο δράμα. Τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της Τζελσομίνα με ένα νεαρό, σχεδόν μουγγό παραβατικό αγόρι από τη Γερμανία, που έρχεται να δουλέψει αναγκαστικά (στο πλαίσιο της διαδικασίας αναμόρφωσής του) στη φάρμα παραγωγής μελιού της οικογένειας, θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια χιλιοειπωμένη ιστορία νεανικής αγάπης. Η συμμετοχή στο reality πρόγραμμα θα μπορούσε, επίσης, να κατευθυνθεί εύκολα στα όρια του γραφικού (έτσι κι αλλιώς φλερτάρει ηθελημένα με το kitsch), χάνοντας την πραγματική ουσία τής προβολής τού παραμυθιού στο οποίο πιστεύει ένα παιδί πάνω στον ενήλικο κόσμο.
Και όμως, η Ρορβάκερ καταφέρνει να μεταδώσει μια αυθεντικότητα σε όλες τις παράλληλες αφηγήσεις της (οι οποίες ίσως είναι περισσότερες από όσο θα χρειαζόταν), χωρίς να προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα ή να απομυζήσει με το ζόρι το συναίσθημα. Αντιθέτως, διατηρεί την αφήγησή της καθαρά στο πλαίσιο του νεορεαλισμού, με την κάμερα να ακολουθεί συχνά από κοντά τους πρωταγωνιστές της, όπως θα έκαναν και οι αδελφοί Νταρντέν, χωρίς, όμως, να αφήνει καμία μιζέρια να αλλοιώσει την οπτική της. Αντιθέτως, τονίζει την πίστη στο όνειρο και περιμένει τη στιγμή που η πραγματικότητα θα μετατραπεί σε κάτι απόλυτα αισιόδοξο και λυρικό. Το ονειρικό φινάλε, εξάλλου, αψηφά τα όρια της λογικής, όμως είναι και η ουσιαστική στιγμή όπου τα πάντα μπαίνουν σε θέση και, πλέον, ο δρόμος για το μέλλον είναι ανοιχτός. Γιατί αυτή είναι η θεματική που ενώνει τις υπόλοιπες και ξεχωρίζει ως η κινητήριος δύναμη: το βλέμμα προς το μέλλον και οι επιρροές της παράδοσης και του παρελθόντος.
Μέσα στα «Θαύματα», συγκαλυμμένα, υπάρχουν η ένταση ενός θρίλερ (ειδικά όταν ένας χαρακτήρας εξαφανίζεται, δίνοντας το έναυσμα για μια αγωνιώδη αναζήτηση), η – αναπόφευκτη – συγκίνηση για ένα κορίτσι που αναλαμβάνει περισσότερες υποχρεώσεις από όσες επιβάλλει η ηλικία της, ο προβληματισμός της σύγκρουσης της παράδοσης και του μοντέρνου (όπως ορίζει ολόκληρη η πλοκή της πιστοποίησης της φάρμας με τα νέα πρότυπα υγιεινής) και η αυτοβιογραφική κατάθεση ενός δημιουργού, καθώς δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις στοιχεία τής προσωπικής ιστορίας της Ιταλογερμανίδας auteur στην, ομοίως, ιταλογερμανική οικογένεια (είναι ενδιαφέρον που τη μητέρα τής οικογένειας υποδύεται η αδελφή της σκηνοθέτιδος, Άλμπα Ρορβάκερ, κάνοντας ακόμα πιο προσωπικό το όλο φιλμ). Η πιο δυνατή αλήθεια, όμως, βρίσκεται στη ματιά της Μόνικα Μπελούτσι, όταν αφαιρεί τη λευκή περούκα τής Μίλι της, της θεάς που απότομα επιστρέφει στην πραγματικότητα, για να χαμογελάσει στη νεαρή Τζελσομίνα. Σε εκείνη την αμφίσημη, με μια ολόκληρη ιστορία πίσω της, ματιά, συνοψίζεται και όλη η ένταση της ιστορίας της Ρορβάχερ. Αν ήταν το ίδιο καθαρή η ματιά και στις υπόλοιπες αφηγήσεις του φιλμ, θα μιλούσαμε για ένα πραγματικό… θαύμα – αλλά, προς το παρόν, μπορούμε να αρκεστούμε στις επιμέρους θαυμαστές παραμέτρους της ταινίας. Και να κρατήσουμε σίγουρα την προσοχή μας σε εγρήγορση για το επόμενο βήμα της δημιουργού.