Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΚΙΑ ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2017)
(LE GRAND MÉCHANT RENARD ET AUTRES CONTES…)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπενζαμέν Ρενέ, Πατρίκ Ιμπέρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 83'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Τα ζώα μιας ήσυχης φάρμας μπλέκουν σε περιπέτειες που αναστατώνουν τη βαρετή καθημερινότητά τους. Ένα μωρό που πρέπει να παραδοθεί στη σωστή διεύθυνση, τρία κοτοπουλάκια που πρέπει να επιστρέψουν στη μαμά τους, αλλά και η διάσωση του Άγιου Βασίλη φέρνουν τα πάνω-κάτω στις ζωές τους!
Έχει κάτι από τη δομή του πασίγνωστου και δημοφιλέστατου στις μικρές ηλικίες (και όχι μόνο) «Muppet Show» τούτο το γαλλικό animation. Με μια αλεπού να έχει επωμιστεί τον ρόλο του conférencier, εισάγει το κοινό σε τρεις σύντομες αυτοτελείς ιστορίες, με τους ίδιους περίπου πρωταγωνιστές σε κάθε μια εξ αυτών. Στην πρώτη, ένας βαριεστημένος πελαργός πασάρει το μωρό που πρέπει να παραδώσει σε τριπλέτα αποτελούμενη από ένα γουρούνι, μια πάπια και έναν λαγό, ώστε να βγει η υποχρέωση. Στη δεύτερη, η πονηρή αλεπού του τίτλου ανακαλύπτει πως δεν είναι ίσως και τόσο κακιά όσο πίστευε, όταν αποκτά μητρικούς δεσμούς με τα τρία κοτοπουλάκια που έχει αρπάξει από το γειτονικό κοτέτσι, ενώ στην τρίτη και τελευταία η παρέα της πρώτης ιστορίας επιστρέφει έχοντας θέσει ως στόχο να σώσει τον Άγιο Βασίλη και μαζί τη χαρά των Χριστουγέννων για όλα τα παιδιά.
Βασισμένο στο ομότιτλο παιδικό comic του ενός εκ των δύο σκηνοθετών Μπενζαμέν Ρενέ (η προηγούμενη δουλειά τού οποίου, το «Ernest & Celestine», διεκδίκησε το Όσκαρ στην κατηγορία των κινουμένων σχεδίων, χάνοντας από το «Ψυχρά κι Ανάποδα»), καταπιάνεται με το γνώριμο σκηνικό των πρόσφατων φιλμ του genre («Ζωούπολη», «Τραγούδα!» κι ένα σωρό άλλα, καθώς η λίστα μοιάζει ατελείωτη), όπου τα ζώα παρουσιάζονται να έχουν υιοθετήσει μια κατεξοχήν ανθρώπινη συμπεριφορά, δυσκολευόμενα να ανταποκριθούν στους φυσικούς τους ρόλους. Η σημαντική διαφορά είναι πως εδώ η οπτική φέρνει σε έναν συνδυασμό Looney Tunes και παραμυθιού, κάτι που προσδίδει μια καλοδεχούμενη αθωότητα στο εγχείρημα.
Η πρώτη ιστορία μπορεί να θυμίζει την κεντρική ιδέα των «Πελαργών» (2106), ο τρόπος όμως με τον οποίο παρουσιάζεται την κάνει να ξεφεύγει από τον σκόπελο του πουριτανισμού. Οι πελαργοί – ως γνωστόν – δεν φέρνουν τα παιδιά, ούτε όμως όταν τεμπελιάζουν τα πασάρουν σε μια κουστωδία τριών γκαφατζήδων κατοίκων μιας φάρμας που μπορεί να μπερδέψουν τη γαλλική πόλη της Αβινιόν με την… Κίνα. Με γερές δόσεις ενήλικου slapstick (έξοχη η σεκάνς της παγίδευσής τους εντός ταχυδρομικού χαρτοκιβωτίου) και πλήθος κινηματογραφικών αναφορών (και στα τρία «επεισόδια») όπως αυτή στον «Ε.Τ.», το σκηνοθετικό δίδυμο καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των ενήλικων συνοδών, άσχετα από το ότι η ταινία τους στοχεύει στο κάργα ανήλικο κοινό (για παιδιά του Δημοτικού και κάτω μιλάμε…)
Η αντιπαλότητα αλεπούς και μαμάς κότας, στη μεσαία ιστορία, είναι πολύ κοντά στο πνεύμα του Τσακ Τζόουνς, δημιουργού των περιπετειών του Coyote και του Road Runner, με τον κακό λύκο της ιστορίας να κάνει την εμφάνισή του υπό τους ήχους του… «Ο Πέτρος και ο Λύκος» προς επίρρωση της παραμυθένιας ατμόσφαιρας (με πολλές μοντέρνες πινελιές, ασφαλώς) που υπάρχει εδώ. Ο συναισθηματικός πυρήνας του φιλμ αυτό ακριβώς υποδεικνύει, καθώς τόσο η ιστορία της αλεπούς που αντί να καταβροχθίσει τους νεοσσούς καταλήγει να τους προστατεύει με κίνδυνο της ζωής της, όσο και η «τρυφερή» χριστουγεννιάτικη ιστορία που μπερδεύει τον ψεύτικο με τον αληθινό Άγιο Βασίλη, μπορεί να βρίθουν αναρχικού (ενίοτε) χιούμορ, η χρήση όμως του παραδοσιακού 2D σχεδίου καθώς και των απαλών χρωμάτων ξυπνούν αναμνήσεις από παρελθούσες, «χειροποίητες» εποχές του κινουμένου σχεδίου.