ΜΗ ΦΕΡΝΕΙΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ (2017)
(LE FIDÈLE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μίκαελ Ρ. Ρόσκαμ
- ΚΑΣΤ: Αντέλ Εξαρχόπουλος, Ματίας Σχούναρτς, Έρικ Ντε Στάρκε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Ένα όχι και τόσο «καλό παιδί» και μια γοητευτική οδηγός αγώνων, κόρη ευκατάστατης οικογενείας, θα ερωτευτούν κεραυνοβόλα, αλλά όπως είθισται με τις εν λόγω ιστορίες αγάπης, οι δυο τους θα βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωποι με το παραβατικό παρόν του ενός και το απρόσμενο «γραμμένο» της άλλης.
Generic ρομάντζο από τον Μίκαελ Ρ. Ρόσκαμ, σκηνοθέτη των «Το Αγρίμι» και «Η Συγκάλυψη», που εδώ μοιάζει να έχει ξεμείνει ολοκληρωτικά από τον γκανγκστερικό ρυθμό, σήμα κατατεθέν των προαναφερθέντων φιλμ, με αποτέλεσμα αυτό που σου υπόσχεται το promo υλικό της ταινίας (γενικά, ποτέ μην εμπιστεύεσαι τα trailer των ταινιών), δηλαδή ένα παθιασμένο ερωτικό δράμα στον πυρήνα μιας crime ιστορίας, να καταλήγει μπροστά στα μάτια σου… ένα δακρύβρεχτο και αφοπλιστικά εκβιαστικό melo που ούτε δικαιολογεί ούτε δικαιολογείται με τίποτα από το σενάριό του. Έχοντας στο πλευρό του δύο ακόμη όχι δα και τυχαίους σεναριογράφους, τον Τομά Μπιντεγκέν («Σώμα με Σώμα») και τον Νοέ Ντεμπρέ («Dheepan»), είναι να απορεί κανείς πως το αποτέλεσμα της ταινίας του Ρόσκαμ πάσχει τόσο πολύ σε επίπεδο πλοκής και υλοποίησης αυτής, δεδομένης της (κατά τα άλλα) ονειρεμένης χημείας των πανέμορφων πρωταγωνιστών της, που με ένα διαφορετικό, λιγότερο δραματικό υλικό γραφής, θα έκαναν θαύματα. Τώρα, βέβαια, το θαύμα απέχει πολύ από τούτο το πανηγυράκι κλαμένων κλισέ.
Μεγαλωμένος μέσα στην ανέχεια και την οικογενειακή κακοποίηση, ο Τζίνο (Σχούναρτς) – για τους φίλους Τζίτζι – είναι ένας γόης με καρδιά μάλαμα και όνειρα για μια άλλη ζωή, ο οποίος μπορεί να δηλώνει έμπορος πολυτελών αυτοκινήτων, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μέλος καλά οργανωμένης και ιδιαιτέρως επιτυχημένης συμμορίας με ειδικότητα στις ληστείες τραπεζών. Μια μέρα ο Τζίνο θα γνωρίσει τη Μπενεντίκτ (Εξαρχόπουλος) – για τους φίλους Μπίμπι – μια νεαρή οδηγό αγώνων, την οποία θα ερωτευθεί εν ριπή οφθαλμού. Και θα είναι αμοιβαίο. Δίχως να γνωρίζει τίποτα για την εγκληματική του δράση, η Μπενεντίκτ θα ζήσει τον απόλυτο έρωτα στο πλευρό του Τζίνο, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που μια νέα κομπίνα θα προκαλέσει τριγμούς στη σχέση τους. Από εκεί και πέρα, η αγάπη τους θα δοκιμαστεί σκληρά, αφού για να παραμείνουν μαζί θα πρέπει να υπερκεράσουν έναν σωρό εμπόδια: από τον υπόκοσμο, την αστυνομία και την κοινή γνώμη, μέχρι ένα τρομερά τραγικό γεγονός που θα απειλήσει να δώσει τέλος στη σχέση τους με τον πλέον απόλυτο τρόπο.
Η ταινία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, χωρίς παρ’ όλα αυτά να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για κάτι τέτοιο, πέρα από την προσωπική επιλογή του σκηνοθέτη ως στυλ, αφού ουσιαστικά η όποια απόπειρα για μια διαφορετική οπτική των πρωταγωνιστών απέναντι στα τεκταινόμενα δεν φαίνεται πουθενά. Η επιλογή των κεφαλαίων εξυπηρετεί μονάχα σαν προσδιοριστικός ρόλος, με το πρώτο μέρος να λειτουργεί ως η απαρχή της σχέσης, το δεύτερο ως οι συνέπειες αυτής και το τρίτο (και πιο σύντομο) ως το υπερ-δραματοποιημένο επισφράγισμα ενός αισθαντικού ρομάντζου. Στη πραγματικότητα, το πρώτο μισό του φιλμ αποτελεί και το καλύτερο, με τους Σχούναρτς και Εξαρχόπουλος να κλέβουν την παράσταση μέσα σε ένα συνηθισμένο, αλλά μέχρι τότε απροβλημάτιστο σενάριο. Στο μετά, όμως, η πλοκή παίρνει ξαφνικά μια εντελώς «μαύρη» τροπή, προσθέτοντας στην ταινία τουλάχιστον σαράντα λεπτά τα οποία θα μπορούσαν να λείπουν εντελώς (βλέπε συνολική και πραγματικά προβληματική διάρκεια).
Απέναντι σε ένα σενάριο που βαθμιαία παραπαίει θυσιάζοντας τον όποιο ρεαλισμό για χάρη μερικών δακρύων, τα οποία δύσκολα θα έρθουν (τόσο εξαναγκαστικά, τουλάχιστον), και με extra αντίπαλο την αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια, το «Μη Φέρνεις Λουλούδια» είναι μια ταινία μπερδεμένη που αλλιώς ξεκινά και αλλιώς καταλήγει, σε μια απόπειρα να «χωρέσει» όσο το δυνατόν περισσότερα στον… ελάχιστο δυνατό χρόνο (γέλια στο βάθος). Είναι πραγματικά κρίμα να βλέπεις το υπέροχο συνταίριασμα του Σχούναρτς και της Εξαρχόπουλος να ξοδεύεται με έναν τόσο banale τρόπο, ιδιαίτερα μετά τη διαπίστωση ότι οι προθέσεις για ένα old-school crime love story βρίσκονταν πάντοτε εκεί, μόνο για να αντικατασταθούν μετά από την ανάγκη για το όποιο κλάμα (αυτο)λύπησης. Σκηνοθετικά, ο Ρόσκαμ κινείται σε προφανή vintage μονοπάτια, με τον διευθυντή φωτογραφίας (και μόνιμο συνεργάτη του) Νικόλα Καρακατσάνη να «ντύνει» το φιλμ με ένα χρωματικό φίλτρο ζεστής αχλής, παραπέμποντας αισθητικά σε ταινίες της δεκαετίας του ’70. Πράγματι, τούτο εδώ είχε τα φόντα να αποτελέσει μια πρώτης τάξης pulp νοσταλγική γκανγκστεριά. Αλλά, στην τελική, στέκει σαν μια χαμένη ευκαιρία για ένα δίδυμο φωτιά.