Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕ ΚΡΙΣΤΟ (2024)
(LE COMTE DE MONTE-CRISTO)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντρ ντε λα Πατελιέρ, Ματιέ Ντελαπόρτ
- ΚΑΣΤ: Πιερ Νινέ, Μπαστιέν Μπουιγιόν, Αναΐς Ντεμουστιέ, Αναμαρία Βαρτολομέι, Λοράν Λαφίτ, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Πατρίκ Μιλ, Βασίλι Σνάιντερ, Ζιλιέν Ντε Σεν Ζαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 178'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Προδομένος από τους φίλους του, ο Εντμόντ Νταντές συλλαμβάνεται ανήμερα του γάμου του, υπομένοντας άδικη φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών. Όταν καταφέρνει ν’ αποδράσει, υιοθετεί το όνομα και τα πλούτη του μυστηριώδους Κόμη του Μόντε Κρίστο, απεργαζόμενος την τέλεια εκδίκηση.
Η περσινή, διπλή επιτυχία των «Τριών Σωματοφυλάκων» φαίνεται άνοιξε την όρεξη του διδύμου των γραφιάδων εκείνης, Αλεξάντρ ντε λα Πατελιέρ και Ματιέ Ντελαπόρτ, με αποτέλεσμα να επανέλθουν φέτος με μία ακόμη διασκευή έργου του Αλέξανδρου Δουμά. Μάλιστα, τούτος ο «Κόμης Μόντε Κρίστο» τους βρίσκει να κάθονται, εκτός από το γραφείο των σεναριογράφων, και στις καρέκλες των σκηνοθετών. Μάλλον… δεν ήταν και η σοφότερη κίνηση εκ μέρους τους.
Σε γενικές γραμμές, η υπόθεση παραμένει ίδια και απαράλλαχτη με το κλασικό μυθιστόρημα του Δουμά. Ο νεαρός ναυτικός Εντμόντ Νταντές φυλακίζεται… αιώνια στο Σατό ντ’ Ιφ, στ’ ανοιχτά της Μασσαλίας, με την κατηγορία του βοναπαρτιστή. Η σκευωρία έχει στηθεί από τον διεφθαρμένο εισαγγελέα Βιλφόρ, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του καλού φίλου του Νταντές ονόματι Φερνάρ, ο οποίος εποφθαλμιώντας το χέρι της μέλλουσας γυναίκας του, Μερσεντές, δεν έχει πρόβλημα να τον προδώσει. Πληροφορούμενος από τον συγκρατούμενό του, Άμπε Φαρία, την ύπαρξη μυστικής, αμύθητης περιουσίας στο νησάκι του Μόντε Κρίστο, άπαξ της απόδρασής του από την κόλαση της φυλακής, ο Νταντές επανεμφανίζεται στην υψηλή κοινωνία του Παρισιού ως αινιγματικός αριστοκράτης με αδιευκρίνιστους σκοπούς και τρελά πλούτη. Πίσω από την περίεργα οριενταλίστικη έπαυλή του και τους απαράμιλλους τρόπους του, όμως, ο Νταντές κρύβει ένα ηφαίστειο εκδίκησης που σιγοβράζει και που δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ εάν δεν καταφέρει να καταστρέψει όσους τον πέταξαν άδικα στο μπουντρούμι.
Χωρισμένος σε τρία άτυπα μέρη (σκευωρία, φυλάκιση, εκδίκηση), ο «Κόμης Μόντε Κρίστο» διατηρεί σε όλο του το εύρος το πνεύμα της αρχικής του πηγής. Το σώμα του, όμως, δείχνει πως ανήκει στη σύγχρονη εποχή του streaming. Το σκηνοθετικό δίδυμο καταφεύγει στη βοήθεια του… αυτόματου πιλότου στο σύνολο της τρίωρης διάρκειας του φιλμ, αρνούμενο να καταθέσει το οποιοδήποτε προσωπικό όραμα εντός του έργου. Η συνεχής χρήση drone, η μουσική στη διαπασών (η οποία θυμίζει έναν ακόμα πιο πομπώδη Χανς Τσίμερ!), αλλά και η υπερβολική προσπάθεια στον τομέα της σκηνογραφίας (ειδικά σε ότι αφορά τον πύργο του Κόμη), φωνάζει χειροποίητο μεν, Netflix δε, και όχι απαραίτητα τα παλιά κι αγαπημένα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Οι παρατηρήσεις αυτές, βέβαια, ωχριούν μπροστά στη συχνή μεταμόρφωση του Νταντές σε πράκτορα των… «Επικίνδυνων Αποστολών», αφού τις μάσκες που σε ορισμένες περιπτώσεις φορά ώστε να εξαπατήσει τους προδότες του θα τις ζήλευε μέχρι και ο Ίθαν Χαντ!
Παρ’ όλα αυτά, ο «Κόμης» πετυχαίνει το minimum της ψυχαγωγικής του αποστολής, όσο κι αν η διάρκειά του ήθελε ένα κάποιο τριμάρισμα. Το κομμάτι της τελικής εκδίκησης του Νταντές είναι ενορχηστρωμένο με προσοχή και σύνεση, βάζοντας όλα τα κομμάτια ενός δαιδαλώδους (αρχικά) puzzle στη θέση τους, ποντάροντας και στη swashbuckler δράση (που μέχρι το σημείο εκείνο αγνοούσε). Η πικρή μανία που χαρακτηρίζει τον εκδικητή Νταντές, βέβαια, μοιάζει να φωλιάζει με μεγαλύτερη πειθώ στην καρδιά των δύο «βοηθών» του, του νόθου Αντρέα και της ορφανής Χαϊντέ, μιας και ο Πιερ Νινέ εμφανίζεται περισσότερο ως μελαγχολικός, πληγωμένος εραστής, παρά ως ο αδίστακτος τιμωρός εκείνων που τον έβλαψαν.
Ο άχαστος συνδυασμός έρωτα, ίντριγκας και αμείλικτης εκδίκησης, διανθισμένος με μια μικρή δόση μελοδράματος υπό τον μανδύα της περιπέτειας εποχής, σε συνάρτηση με το υψηλότατο budget παραγωγής (περί τα 50.000.000 ευρώ!), κάνει στην πράξη τον «Κόμη Μόντε Κρίστο» ν’ αποτελεί ένα καλοδεχούμενο δείγμα λαϊκής ψυχαγωγίας. Σκόρπιες αστοχίες στη συγκεκριμένη εκτέλεση της συνταγής υπάρχουν, όμως, τούτη η εκδοχή του τιμωρού – εκδικητή διαθέτει μια τέτοια εξευγενισμένη γοητεία, που εμένα (τουλάχιστον) εν πολλοίς μ’ έκανε να τις παραβλέψω.