ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ (2015)
(LA TÊTE HAUTE)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εμανουέλ Μπερκό
- ΚΑΣΤ: Ροντ Παραντό, Κατρίν Ντενέβ, Μπενουά Μαζιμέλ, Σάρα Φορεστιέ, Ντιαν Ρουξέλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Από τα έξι μέχρι και τα δεκαοχτώ, αυτή είναι η σχέση του νεαρού Μαλονί με τη δικαστίνα που είναι υπεύθυνη για την πορεία του, τον κοινωνικό λειτουργό που ευελπιστεί να τον φέρει στον ίσιο δρόμο, την κοπέλα που ίσως δώσει δίοδο στη συναισθηματική του ωρίμανση και, τελικά, το ίδιο το σωφρονιστικό σύστημα της Γαλλίας, που αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της αφήγησης.
Ο Μαλονί τού «Με το Κεφάλι Ψηλά», έξυπνα, δεν είναι ούτε μετανάστης, ούτε θύμα ρατσιστικής αντιμετώπισης, ούτε κομμάτι κάποιας γαλλικής μειονότητας. Αντιθέτως, είναι ένα νεαρό λευκό αγόρι που δημιουργεί συνεχώς πρόβλημα γύρω του, δίχως να μπορεί να τιθασεύσει την οργή του ή να κατευθύνει τον εαυτό του προς μη καταστροφικές διαδρομές, ένα απόλυτα γαλλικός μπελάς η δημιουργία του οποίου δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα σε εξωτερικούς παράγοντες που «βολικά» χαρακτηρίζονται η πηγή του προβλήματος στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Ήδη από την πρώτη σκηνή στο γραφείο της δικαστίνας, η οποία τελικά πρόκειται να τον παρακολουθεί στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, φαίνεται πως ο εχθρός του Μαλονί δεν είναι οποιοσδήποτε εξωτερικός παράγοντας αλλά ο ίδιος του ο εαυτός, ακόμα και αν η μητέρα του φαίνεται πως δεν έκανε καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να αναλάβει έστω την ευθύνη για την ανατροφή του.
Κατ’ επέκταση, η Εμανουέλ Μπερκό στήνει όλη την ταινία της γύρω από τις αλληλεπιδράσεις του Μαλονί με τους ανθρώπους που συναντά στη μετέπειτα πορεία του, εντός και εκτός αναμορφωτηρίου: τη γονική σχεδόν παρουσία της δικαστίνας που επιμελείται την πορεία του, την αδελφική – τόσο υποστηρικτική όσο και ανταγωνιστική – σχέση που αναπτύσσει με τον κοινωνικό λειτουργό του (ο οποίος φαίνεται να έχει το δικό του ταραχώδες παρελθόν, χωρίς η αφήγηση να μπαίνει σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες), την πρώτη ερωτική σχέση με ένα αγοροκόριτσο, την κόρη μιας από τις δασκάλες του αναμορφωτηρίου. Η κάθε μια αλληλεπίδραση επιχειρεί να δείξει την εξέλιξη (και αν είναι δυνατή) του Μαλορί, να εξερευνήσει ενδεχομένως το μέλλον αυτού του ανθρώπου και, τελικά, να αποδείξει την απίστευτη ικανότητά του να τα καταστρέφει όλα με μία απλή κίνηση. Δεν λειτουργούν όλες τους το ίδιο αποτελεσματικά (η σχέση του με την κοπέλα, για παράδειγμα, φαντάζει αρκετά αφελής και σχηματική σε σχέση με τις άλλες δύο, οι οποίες προσφέρουν μεγαλύτερο εύρος συναισθημάτων και πολυπλοκότητας), όμως όλες τους υπογραμμίζουν την ανάγκη δημιουργίας μιας εναλλακτικής οικογένειας, η οποία βρίσκει ξαφνικά τοίχο κάθε φορά που οποιαδήποτε έννοια εξουσίας ή αρχής εισχωρεί στην εξίσωση.
Κι αν ο ένας πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Μαλονί, ο δεύτερος είναι το ίδιο το σωφρονιστικό σύστημα της Γαλλίας, το οποίο παραδόξως ίσως να χαρακτηρίζεται από το σενάριο και ως ο… καλός της υπόθεσης. Πίσω από την αυστηρή αλλά γεμάτη κατανόηση φιγούρα τής Κατρίν Ντενέβ (η οποία βρίσκει, επιτέλους, έναν ουσιώδη ρόλο που αξιοποιεί την υπαινικτικότητα της ματιάς της, σε αντίθεση με αρκετούς πρόσφατους ρόλους της που ανακυκλώνουν την ίδια παγερή εικόνα) αλλά και τον πολύπλοκο χαρακτήρα του κοινωνικού λειτουργού του Μπενουά Μαζιμέλ (ο οποίος αποκαλύπτεται ως ο πιο ολοκληρωμένος περιφερειακός χαρακτήρας δίχως να γίνεται καν προσπάθεια) παρουσιάζεται ένα ολόκληρο σύστημα με καλές προθέσεις που δείχνει να… πετάει την μπάλα για την επιτυχία του στη συνεργασία των νεαρών παραβατών. Είναι μια προσέγγιση που ίσως να προκαλεί την αμηχανία, όμως τουλάχιστον στοιχειοθετείται από τους ήρωες που επιχειρεί να παρακολουθήσει η αφήγηση αλλά και από τις αποτελεσματικές ερμηνείες των ηθοποιών (αν εξαιρέσει κανείς, βέβαια, τις μελοδραματικές εξάρσεις κυρίως της Σάρα Φορεστιέ, η οποία ως μητέρα του Μαλονί πέφτει μάλλον στην πιο κλισέ παγίδα της ταινίας).
Ίσως αυτό που κάνει το φιλμ να επικοινωνεί περισσότερο αποτελεσματικά με τον θεατή είναι η άμεση, τραχιά ερμηνεία του Ροντ Παραντό, ο οποίος ως Μαλονί καταφέρνει να αποδεικνύεται και… ταύρος στο υαλοπωλείο σε πολλές περιπτώσεις αλλά και ικανός για πιο υπόγειες εκφράσεις (όπως φαίνεται στις σκηνές του με την αγαπημένη του). Η Μπερκό αγκιστρώνεται υπερβολικά πάνω του και κατά πάσα πιθανότητα χωρίς αυτόν δε θα κατάφερνε να έχει το ίδια αποτέλεσμα, καθώς η ίδια δεν είναι… οι αδελφοί Νταρντέν ούτε κατέχει την ικανότητά τους να αποκαλύπτουν πίσω από την καθημερινότητα την κρυμμένη ισχυρή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και αρκετές φορές βάζει τους χαρακτήρες της να φωνάζουν για να δημιουργήσουν την ένταση ή φλερτάρει με την υστερία στην προσπάθειά της να περιγράψει την εκρηκτικότητα μιας κατάστασης. Στη συνέχεια, όμως, όταν την κερδίζει η αισιοδοξία της, επιστρέφει και πάλι στη σαφώς πιο ουσιαστική ψύχραιμη παρατήρηση, αφήνοντας την ιστορία της να αποδείξει την εγγενή της δύναμη. Το «Με το Κεφάλι Ψηλά» δεν είναι μια τυπική ιστορία ενηλικίωσης (ακόμα και στο τέλος, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πόσον καιρό θα μπορεί ο Μαλονί να παραμείνει εντός νόμιμης πορείας) αλλά μια συναισθηματική ματιά σε ένα κοινωνικό φαινόμενο που αποτελεί δημιούργημα του ίδιου του δυτικού κόσμου.