ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΕΣ ΦΙΛΕΣ (2024)
(LA PRISONNIÈRE DE BORDEAUX)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πατρισιά Μαζουί
- ΚΑΣΤ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Χαφσιά Χερζί, Γουίλιαμ Εντιμό, Μάγκνε-Χέβαρντ Μπρέκε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Δύο γυναίκες που τις χωρίζει αφενός η ηλικία αφετέρου το κοινωνικό υπόβαθρο, αλλά τις ενώνει η… φυλάκιση των συζύγων τους, αναπτύσσουν μια απρόβλεπτη φιλική σχέση.
Τα μονοπάτια της Αλμά, μιας γνήσιας εκπροσώπου της μπουρζουαζίας του Μπορντό, και της Μινά, μιας ταπεινής υπαλλήλου ενός στεγνοκαθαριστηρίου στη μακρινή Ναρμπόν, λογικά δεν θα διασταυρώνονταν ποτέ. Ωστόσο, οι δυο τους συναντιούνται στο επισκεπτήριο του σωφρονιστικού ιδρύματος όπου οι σύζυγοί τους εκτίουν ποινή φυλάκισης. Ο νευροχειρουργός άντρας της πρώτης, οδηγώντας μεθυσμένος, παρέσυρε και σκότωσε διερχόμενη πεζή, ενώ εκείνος της δεύτερης διέπραξε ληστεία σε κοσμηματοπωλείο. Η Αλμά, που βαριέται να είναι μόνη στην πολυτελή της έπαυλη (με μοναδική παρέα τη Σλοβάκα οικιακή βοηθό της), προτείνει στη Μινά να περάσει λίγο καιρό μαζί της, γλυτώνοντάς την έτσι από τα πολλά πηγαινέλα. Η φτωχή δέχεται την πρόταση της πλούσιας, όμως, εκείνα τα ακριβά ρολόγια που είχε κλέψει ο άντρας της και που ο συνεργός του τα ζητά επιτακτικά ως μέρος του μερτικού του, τι να έχουν γίνει άραγε;
Το φιλμ της Πατρισιά Μαζουί διαθέτει ύφος και θεματολογία που παραπέμπει στο έργο του Κλοντ Σαμπρόλ («Η Τελετή» του 1995 στέκει ως σαφέστατη επιρροή, όχι μόνο εξαιτίας της σε αμφότερα παρουσίας της Ιζαμπέλ Ιπέρ), ωστόσο, η Γαλλίδα auteur αδυνατεί να συνταιριάξει με τρόπο συναρπαστικό το υλικό που έχει στα χέρια της. Η υποσχόμενη ανατρεπτική παρατήρηση των σχέσεων μεγαλοαστικής και λαϊκής τάξης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κοινωνική σάτιρα και σ’ ένα κάποιο θριλερικού τύπου μυστήριο. Σε καμία περίπτωση, όμως, κάποια από τις δύο επιδιώξεις τολμά να πάρει το πάνω χέρι στο καταστασιακό, καθώς ο σκηνοθετικός δισταγμός είναι αυτός που κυριαρχεί, οδηγώντας την πλοκή να κυλά μ’ έναν τρόπο που δίχως να προκαλεί αποστροφή στο μάτι, στέκει… παντελώς αδιάφορος.
Ακόμη κι αν ξεπεραστεί το μάλλον απίθανο της αυθόρμητης πρόσκλησης της Αλμά προς την άγνωστή της Μινά, να έρθει να εγκατασταθεί στην έπαυλή της (καθώς την λυπήθηκε βλέποντάς την να ταλαιπωρείται από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του επισκεπτηρίου της φυλακής), είναι δύσκολο να συμβεί το ίδιο με το σεναριακό twist της διάρρηξης, το οποίο όχι μόνο μπάζει από όποια σκοπιά και να το δει κανείς, αλλά καταλήγει και να χάσκει έρμαιο των αδιευκρίνιστων σκηνοθετικών προθέσεων. Η επιθυμία αποδόμησης των κλισαρισμένων ταξικών σχέσεων στουκάρει με τη χαλαρή, φαρσική (;) διάθεση που επιδεικνύεται σε σκηνές όπως εκείνη του party των μπουρζουάδων, οι οποίες υπονομεύουν την επιδιωκόμενη ανατροπή χάριν της σχηματικότητας.
Η υποψία θριλερικής κλιμάκωσης που… μπαίνει από το παράθυρο άπαξ της εμφάνισης της υποπλοκής περί της «χαμένης» λείας με τα ρολόγια, ουσιαστικά δεν αφορά το φιλμ (αλλά και όταν το κάνει… πλαγίως, καταλήγει σε τραγέλαφο), υπογραμμίζοντας το αδέξιο της όλης σεναριακής έμπνευσης. Όταν στο φινάλε γίνεται σαφής η διττή πρόθεση του αυθεντικού τίτλου («Η Φυλακισμένη του Μπορντό»), ολοκληρώνοντας τον κύκλο που άνοιξε με την εναρκτήρια σκηνή, τότε κάπου αναρωτιέσαι ποιος ο λόγος για τα όσα μεσολάβησαν. Η τελευταία μου παρατήρηση έχει να κάνει με το πρωταγωνιστικό δίδυμο: η Ιζαμπέλ Ιπέρ παλιμπαιδίζει (πλέον) επικίνδυνα, η δε Χαφσιά Χερζί παίζει εδώ με τον tale quale ανέκφραστο τρόπο που επέδειξε στη θαυμάσια «Αρπαγή» (2023).