ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ (2015)
(LA NOVIA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάουλα Ορτίθ
- ΚΑΣΤ: Ίνμα Κουέστα, Άλεξ Γκαρθία, Ασιέρ Ετσεαντία, Λετίθια Ντολέρα, Λουίζα Γκαβάσα, Κάρλος Άλβαρεθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η Νύφη και ο Γαμπρός ενώνονται με τα δεσμά του γάμου. Εκείνης η καρδιά, όμως, ανήκει στον παιδικό της έρωτα, τον Λεονάρντο. Δύσκολα θα κυλήσει αυτή η πρώτη νύχτα…
Προφανώς, πρόκειται για μια κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου θεατρικού έργου του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Από αυτές τις περιπτώσεις στις οποίες αισθάνεσαι λίγο άβολα, δηλαδή. Γιατί η κρίση σου υποτίθεται πως πρέπει να έχει και κάποιες επιπλέον βάσεις. «Not my cup of tea» είναι η τίμια απάντησή μου στην προκειμένη, γι’ αυτό και θα ασχοληθώ με αυτό που είδα, αφήνοντας τους μελετητές τού Λόρκα να κάνουν τη δουλειά τους. Εγώ παρακολούθησα ένα φιλμ. Απογυμνωμένο από σεβασμό ή μη στο πρωτότυπο.
Με μια πρώτη ματιά, το επιχείρημα της Πάουλα Ορτίθ είναι επιτυχημένο. Και καταφέρνει να απομακρυνθεί και από τις έντονα folklore αναμνήσεις τής – στα βήματα του flamenco – διασκευής του Κάρλος Σάουρα, από το 1981. Χωρίς να ξεχνά τον τόπο της. Η εικονογραφία και η εμμονή τής Ορτίθ σε συμβολιστικές λεπτομέρειες δημιουργούν ένα χάρμα οφθαλμών, αρμονικά ταιριαστό με τον ποιητικό λόγο του Λόρκα (σε απόδοση μετάφρασης της Αγαθής Δημητρούκα, διόλου τυχαία συντρόφου του Νίκου Γκάτσου, η υπογραφή τού οποίου έχει ταυτιστεί με το έργο στην ελληνική γλώσσα), δίνοντας σημασία στην ίδια τη γη και το φως ενός τοπίου σχεδόν καταραμένα αφιλόξενου και «ματωμένου» από μνήμες της παράδοσης και παλιές βεντέτες οικογενειών. Τοπία εγκατάλειψης, χαμόσπιτα που ξεφυτρώνουν μέσα από την πέτρα και το χώμα των γύρω λόφων, βράχια «πριαπικά» που τονίζουν τις ορμές μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, παρά την κυριαρχία της γυναικείας παρουσίας στα πλάνα, συνθέτουν κάτι το ξεκάθαρα εικαστικό στο φιλμ, που κοντράρεται με τον χωροχρόνο σε ένα πλαίσιο μεταξύ δεκαετιών του ’20 και του ’50.
Τα μικρά flashback σε ένα εξίσου ματωμένο παρελθόν μοιάζουν να προμηνύουν τον ερχομό της τραγωδίας και στο παρόν, με το ερωτικό τρίγωνο των βασικών ηρώων να σιγοβράζει από πάθος που ζητά την εκτόνωση. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζεις το έργο τού Λόρκα, η πλοκή σε πηγαίνει μέχρι το αναπόφευκτο της σύγκρουσης, μέχρι κι εκείνα τα αρχαιοελληνικά κείμενα που γέννησαν το είδος ακόμη. Το contrast μιας εντυπωσιακά προσεγμένης σε φωτισμούς εικόνας (έστω κι αν το αποτέλεσμα αυτο-ναρκισσεύεται με όρους γκλαμουράτων διαφημιστικών promo) με το λεκτικό ύφος δημιουργούν πραγματικά ενδιαφέρουσες αντιθέσεις. Το wide open space του τοπίου συναντά παράδοξα την εσωτερικότητα των διαλόγων, των λέξεων που δεν μπορούν να φωνάξουν και χρειάζεται να πλησιάσεις τους χαρακτήρες για να παρατηρήσεις τα μυστικά τους, το πάθος τους, την καταδίκη στο ανεκπλήρωτο που λες και έχει προδιαγραφεί από τη μοίρα αυτού του τόπου.
Εκεί που ο «Ματωμένος Γάμος» προδίδει την ποιότητα της δουλειάς του είναι, παραδόξως, η επιλογή του καστ των τριών εραστών, οι οποίοι αν και στέκουν εμφανισιακά, μάλλον περισσότερο προς το… Βίπερ Νόρα ή μια κάποια ισπανόφωνη telenovela παραπέμπουν. Πράγμα που, ενδεχομένως, να λειτουργήσει σε ένα κάπως πιο μαζικό κοινό… γένους θηλυκού, αλλά ίσως όχι τόσο στους πιο απαιτητικούς για υποκριτική arthouse θεατές. Ειδικά ο Λεονάρντο (Άλεξ Γκαρθία) είναι το αρσενικό με το οποίο θα έτρεχε μαζί του (αντί για γάμος… πουρνάρια!) κάθε γυναίκα από το πρώτο λεπτό του φιλμ. Ευτυχώς, οι υποστηρικτικές φιγούρες που κινούνται ανάμεσά τους (πρωτίστως η Μάνα του Γαμπρού, Λουίζα Γκαβάσα) τονίζουν με τα χαρακτηριστικά τους τους δεσμούς με το «παλιακό» και το «χωριάτικο» πείσμα μιας τιμής που δεν ξεπλένει ποτέ το αίμα από πάνω της.
Εξαιρετικά ευρηματικός ο νεωτερισμός της τραγουδιστικής ένθεσης του «Take this Waltz» του Λέοναρντ Κοέν (μεταφρασμένο στα ισπανικά ως «Pequeño Vals Vienés») σε ένα πάντρεμα με την ποιητική γλώσσα τού Λόρκα, και μάλιστα σε καίριο σημείο του φινάλε, αποδεικνύει πως η Ορτίθ δεν φοβάται να ρισκάρει καλλιτεχνικά και δημιουργικά, αφήνοντας υποσχέσεις για το μέλλον.