ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΕΣΩΣΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (2023)
(LA NAVIDAD EN SUS MANOS)
- ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακή Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ερνέστο Σεβίγια, Σαντιάγο Σεγούρα, Ούναξ Χάιδεν, Μαρία Μπότο, Παουλίνα Ντάβιλα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS / FEELGOOD
Μικροαπατεώνας καταφερτζής δέχεται πρόταση από τον… τραυματία Άγιο Βασίλη, να τον αντικαταστήσει στη διανομή των χριστουγεννιάτικων δώρων. Αρχικά αρνείται, μέχρι που αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μοναδική ευκαιρία ώστε να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του γιου του και της πρώην γυναίκας του.
Σε περίπτωση που οι εορταστικές τύπου «για όλη την οικογένεια» ταινίες της χριστουγεννιάτικης περιόδου ακολουθήσουν την τυποποιημένη συνταγή που το είδος προστάζει, υπάρχει σαφής κίνδυνος να προκύψει ένα αποτέλεσμα υπέρ του δέοντος νερόβραστο και μελιστάλαχτο. Εάν χάριν μιας πιο σατιρικής αντιμετώπισης του όλου θέματος γίνει προσπάθεια απομάκρυνσης από τα καλοσυνάτα τετριμμένα, τότε ξεπροβάλει ο κίνδυνος το όλο πράγμα να ξεφύγει όχι προς κάτι το εμπνευσμένα αστείο, αλλά σε κακή φάρσα. «Το Βράδυ που ο Μπαμπάς Έσωσε τα Χριστούγεννα» επιχειρεί να γίνει και τυπικό και διαφορετικό, πετυχαίνοντας τελικά… μια τρύπα στο νερό.
Το εύρημα τούτου του ισπανικού φιλμ έχει να κάνει με τον σοβαρό τραυματισμό (έπειτα από… τροχαίο ατύχημα) του Άγιου Βασίλη, που τον αφήνει καθηλωμένο σε κρεβάτι νοσοκομείου. Εκεί γνωρίζεται με τον υπαίτιο του ατυχήματος, τον απατεωνίσκο Σάλβα, στο πρόσωπο του οποίου διαβλέπει τον πλέον άξιο αντικαταστάτη του εν όψει της μεγάλης βραδιάς της παραμονής των Χριστουγέννων, η οποία βρίσκεται προ των πυλών! Κι ας είναι ένας αποτυχημένος σύζυγος που έχει διαρκώς παρτίδες με την Αστυνομία, αμελώντας πάντοτε (και λόγω αφραγκίας) τα πατρικά του καθήκοντα, αναζητώντας διαρκώς κομπιναδόρικους τρόπους ώστε να βγάζει κανένα ψιλό. Άπαξ και πειστεί για το αληθές του λόγου του Άι Βασίλη, δεν έχει πρόβλημα κανένα να καβαλήσει το έλκηθρο, βάζοντας τα δυνατά του μήπως και η γιορτή των Χριστουγέννων διασωθεί.
Το ρεμάλι με τη χρυσή καρδιά έρχεται σε αντιπαράθεση με το αληθινό η όχι της ύπαρξης του Άγιου Βασίλη, με την πρώτη συνθήκη να εξαντλείται γύρω από την πατρική αγάπη που πάντα υπάρχει εκεί στο βάθος (σε όσες σχολικές γιορτές και να έχει ξεχάσει να δώσει ο μπαμπάς το παρών). Η δεύτερη περιορίζεται στην κλασική αμφιβολία για το κατά πόσο ο ντυμένος στα κόκκινα γερούλης δεν είναι κάποιος που τα ‘χει χαμένα λόγω ηλικίας (καθώς, ως γνωστόν, Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει). Θυμίζει κάπως «Το Θαύμα στο Μανχάταν» (1947) η συγκεκριμένη προσέγγιση (στο σημαντικά πιο χοντροκομμένο του, ασφαλώς), διότι εδώ η παιδική αθωότητα και η πίστη στη μαγεία του πνεύματος των εορτών έχουν αντικατασταθεί από… νοσοκομειακά party και καλαμπούρια με το ιδιόρρυθμο ιατρικό προσωπικό, που περισσότερο σε επιθεωρησιακά νούμερα φέρνουν παρά σε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα.
Τα ίδια και (μάλλον) χειρότερα ισχύουν για την απατεωνίστικη πτυχή του εν δυνάμει σωτήρα των Χριστουγέννων μπαμπά, οι δραστηριότητες του οποίου όταν δεν έχουν κάτι το οριακά αποδεκτό, ωσάν κουβεντολόι απελπισμένης μπατιροκατάστασης με τον συνοδοιπόρο στην απάτη κολλητό του φίλο, αγκαλιάζουν την πηχτή βλακεία, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τις συνεχείς δοσοληψίες με το φευγάτο δίδυμο των παλιατζήδων. Η μεταφορά της δράσης στα… κεντρικά του Αγίου Βασίλη κάπως παλεύει να δώσει έναν πραγματικά εορταστικό τόνο με (χαζοχαρούμενα) τραγούδια και χορούς, πριν τα πράγματα πάρουν την οριστική τροπή που εξαρχής ο καθένας δύναται να φανταστεί πως θα συμβεί. Τουλάχιστον, το τελευταίο γίνεται με τρόπο αξιοπρεπή και αγαθό, που σε συνδυασμό με τα καλά για το μέγεθος της παραγωγής CGI κάνουν την ταινία να ξεφεύγει από την ολοκληρωτική καταστροφή. Κι ας προσπαθεί σταθερά για το αντίθετο καθ’ όλη τη διάρκεια της ο εκνευριστικός (πλην όμως δημοφιλής στην πατρίδα του, όπως αντιλαμβάνομαι) πρωταγωνιστής της, Ερνέστο Σεβίγια.