ΔΙΠΛΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ (2024)
(LA INFILTRADA)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αράντσα Ετσεβαρία
- ΚΑΣΤ: Καρολίνα Γιούστε, Λουίς Τοσάρ, Ινίγο Γαστέζι, Ντιέγο Ανίδο, Ναουσικάα Μπονίν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ένστολη Αστυνόμος που έχει διεισδύσει ως μυστική πράκτορας σε πυρήνα της ΕΤΑ, τουλάχιστον επί έξι χρόνια, πλησιάζει σε επιτυχία που ενδεχομένως να βοηθήσει στην εξάρθρωση της οργάνωσης. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Η ΕΤΑ ήταν μία βασκική αυτονομιστική οργάνωση που, υιοθετώντας βίαιες, τρομοκρατικές μεθόδους, διεκδίκησε την αυτονομία της Χώρας των Βάσκων. Έδρασε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, κλιμακώνοντας σταδιακά τον ένοπλο αγώνα της, ο οποίος μέχρι την οριστική του παύση (στα 2011) μέτρησε πάνω από 800 δολοφονίες και δεκάδες απαγωγές. Η δεκαετία του ’90 αποτέλεσε μία από τις πλέον αιματηρές περιόδους δράσης της ΕΤΑ, με την εκάστοτε ισπανική Κυβέρνηση να θέτει ως κύριο της στόχο τη σύλληψη των μελών της οργάνωσης και την εύλογη διάλυσή της. Δεδομένων όλων αυτών, η «Διπλή Ταυτότητα» φιλοδοξεί να είναι ένα πολιτικό θρίλερ υψηλής έντασης, όμως, το τελικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από την άνιση εκτέλεση, καθώς και την αφηγηματική προσέγγιση η οποία ταλαντεύεται παρακινδυνευμένα μεταξύ ρεαλιστικού και σχηματικού.
Η γεννημένη στο Μπιλμπάο σκηνοθέτις και σεναριογράφος Αράντσα Ετσεβαρία αφηγείται με την ταινία της όχι τόσο την ιστορία της συγκεκριμένης αστυνομικής επιχείρησης (με την ευρύτερη έννοια), αλλά εστιάζει περισσότερο στις αγωνιώδεις καθημερινές εμπειρίες μιας μυστικού πράκτορα που αντιμετωπίζει το άγχος της (ανά πάσα στιγμή) ανακάλυψης της ταυτότητάς της. Δίνει έναν νηφάλιο τόνο, αποφεύγοντας τους (πολλούς) εντυπωσιασμούς, εν τούτοις, δεν κάνει το ίδιο με τα κλισεδιάρικα «ευρήματα» (οι ύποπτοι έφυγαν από το bar μια ώρα αρχύτερα, θα προλάβουν άραγε οι πράκτορες να επιστρέψουν στη θέση του τον φάκελο;), τα οποία επιχειρούν να χτίσουν ένα… με το ζόρι σασπένς.
Από τη στιγμή που η πράκτορας Αράντσα «φυτεύεται» στο Σαν Σεμπαστιάν κατόπιν επιμονής του Διοικητή της, σενιόρ Ανχέλ, προκειμένου να βρει άκρες με τοπικά μέλη της ΕΤΑ, το φιλμ παίρνει μία πορεία που θυμίζει (ως προς τη σχέση των δύο αυτών βασικών ηρώων) τον «Πληροφοριοδότη» (2006) του Μάρτιν Σκορσέζε (δίχως, ασφαλώς, να υπάρχει στο κάδρο η απέναντι, εκτός Νόμου πλευρά). Το διακύβευμα της μυστικής αποστολής εξετάζεται υπό ρεαλιστικής βάσης (όμορφη λεπτομέρεια οι μόνιμες συναντήσεις Αστυνομικού Αρχηγού και υφιστάμενής του σε νοσοκομειακούς διαδρόμους και θαλάμους), όμως, η απουσία οποιασδήποτε νύξης ηθικής αμφισβήτησης της ηρωίδας για τις πράξεις της (παρά το γεγονός πως υπάρχει μυθοπλαστικό twist που βαράει καμπάνες σχετικής ευκαιρίας), αποδυναμώνει χαρακτηριστικά την ολοφάνερα ενδοσκοπική προσπάθεια του εγχειρήματος.
Με τις πολιτικές παραμέτρους της δράσης της ΕΤΑ να έχουν παραμεριστεί από το σενάριο, η δράση επικεντρώνει σταδιακά στο δέσιμο της Αράντσα με έναν εκ των πρωτοπαλίκαρων της οργάνωσης, στον οποίο αναλαμβάνει να προσφέρει ασφαλές καταφύγιο, περιμένοντας υπομονετικά να συμβεί κάτι «μεγάλο», χαρίζοντας (επιτέλους) χειροπιαστά αποτελέσματα στους απαιτητικούς γραφειοκράτες της Αστυνομίας. Το πρόβλημα που ενσκήπτει από τη συνθήκη αυτή είναι πως υπάρχει σημαντική αναμονή μέχρι να προκύψει εκείνη η σημαντική εξέλιξη που άπαντες περιμένουν. Κι όταν ξεκαθαρίζεται, όμως, ποια είναι η αποστολή που ο «στρατιώτης» Κέπα διατάζεται να φέρει εις πέρας, τότε φαίνεται πως τούτη δεν δύναται να προσφέρει κάποια σπουδαία κλιμάκωση, παρά μόνο προσθέτει… χρόνο αναμονής στο στόρι (μαζί με ένα-δυο εξεζητημένα trick δημιουργίας αγωνιώδους ατμόσφαιρας). Κάπως έτσι, η (μάλλον αδικαιολόγητη) δίωρη διάρκεια του φιλμ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο αστυνομικό θρίλερ και το ψυχολογικό δράμα, χωρίς να καταφέρνει ν’ αποκτήσει με τρόπο πειστικό τη δική του… ταυτότητα, σε κανέναν από τους δύο τομείς.