ΤΟ ΜΙΣΟΣ (1995)
(LA HAINE)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματιέ Κασοβίτς
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Κασέλ, Ιμπέρ Κουντέ, Σαΐντ Ταγκμαουί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Ο Ιμπέρ, ο Βινζ και ο Σαΐντ, τρεις φίλοι στις εργατικές κατοικίες του Παρισιού, προσπαθούν να επιβιώσουν στον απόηχο των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών, εκεί όπου ένας από τους φίλους τους έχει δεχτεί τα πυρά αστυνομικού και βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο.
«Ξέρεις πώς πάει εκείνο το ανέκδοτο; Ένας άνθρωπος πέφτει από τον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη. Από κάθε όροφο που περνά, επαναλαμβάνει στον εαυτό του κι από ένα ‘μέχρι εδώ, όλα καλά’, για να καθησυχαστεί. Μέχρι εδώ, όλα καλά. Δεν έχει σημασία ο τρόπος που πέφτεις, αλλά η προσγείωση». O Ιμπέρ, ένας boxer πολύ ήρεμος και, πιθανότατα, ο πιο ώριμος της παρέας του, περιγράφει έτσι στους δύο κολλητούς του, τον εβραϊκής καταγωγής Βινζ και τον τρομερά ανώριμο, αυθόρμητο Σαΐντ, τα τεκταινόμενα στη Γαλλία. Είναι ένα κατάμαυρο παρόν (αλλά και μέλλον) για τα παιδιά της εργατικής τάξης, πολλώ δε μάλλον για τους μετανάστες, ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό της γαλλικής κοινωνίας, οι οποίοι τυγχάνουν οι κλασικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι σ’ αυτό το αστικό χωνευτήρι / καζάνι που βράζει.
Η πτώση είναι συνεχής. Συνεχίζεται μέχρι και στις μέρες μας, γι’ αυτό και το αριστούργημα του Ματιέ Κασοβίτς παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Το σίγουρο, όμως, είναι πως στην πτώση η εργατική τάξη θα βρίσκεται στο πεζοδρόμιο και θα δεχτεί το χτύπημα. Γυρισμένο σε ασπρόμαυρα αχανή τοπία μεγαλούπολης και εργατικές κατοικίες χωρίς διέξοδο, με παιδιά εργατικών οικογενειών που βλέπουν τον εχθρικό χαρακτήρα του κράτους απέναντί τους και κάθε ελπίδα για το μέλλον να έχει πετάξει προ πολλού, το φιλμ του Γαλλοεβραίου σκηνοθέτη έκανε πάταγο άμα τη εμφανίσει του. Θα μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε με ένα ευρωπαϊκό «Κάνε το Σωστό» (1989), μία ταινία οργισμένη, μία ταινία στον σωστό τόπο, την κατάλληλη στιγμή, ένα έργο που ξεκάθαρα πιάνει τον παλμό της κοινωνίας και μας τον μεταλαμπαδεύει μέσα από ένα μουντό, ορμητικής ωμότητας πορτρέτο που συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του.
Το «Μίσος» αφηγείται ένα 24ωρο στη ζωή των ηρώων του, των τριών φίλων από τις εργατικές κατοικίες στα προάστια του Παρισιού. Δεν χρειάζεται να μάθουμε κάτι παραπάνω. Μέσα σ’ ένα 24ωρο, μπορούμε να δούμε μία απτή μικρογραφία της γαλλικής κοινωνίας, όπου ο νεανικός πληθυσμός μοιάζει (και είναι) αποκομμένος από οποιαδήποτε φιλοδοξία, απλά περνώντας την ώρα του ελπίζοντας να μην μπλέξει με την αστυνομία. Αρχικά, έχουμε τον Βινζ, έναν τύπο που οι περιστάσεις έχουν οδηγήσει σε μία ύπαρξη που καθορίζεται από το μίσος και την οργή, διάσπαρτη με αμερικανόφερτες μιμήσεις gangster και χαρακτήρων που δεν δέχονται μύγα στο σπαθί τους (όπως ο Τράβις Μπικλ από τον «Ταξιτζή» του 1976, σε μία διάσημη σκηνή ανθολογίας στην αρχή του φιλμ). Από την άλλη μεριά, ο φίλος του, ο Ιμπέρ, ένας καλόκαρδος boxer χωρίς την παραμικρή τάση για βία. Έχει όνειρα, φιλοδοξίες, ξεκάθαρη ιδεολογία στο κεφάλι του, αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν ζει σε έναν τόπο που δεν τον αφήνει να πάρει τον δρόμο του λόγω του χρώματός του. Στη μέση αυτών των δύο αντικρουόμενων χαρακτήρων, ο τρίτος της παρέας, ο Σαΐντ, ένας νεαρός αφρικανικής καταγωγής που ζει στον κόσμο του εντελώς, και φαίνεται να μαγνητίζει κάθε λογής φασαρία σε ακτίνα χιλιομέτρων.
Ο Κασοβίτς δεν χρειάζεται να μας δείξει κανένα βαρύγδουπο γεγονός, καμία μελοδραματική κορώνα ή υπερβολικά τραβηγμένα σκηνικά για να μας παρουσιάσει την καθημερινότητα των πέρα για πέρα αληθινών ανθρώπων του Παρισίου. Αρκεί η απλότητα, μία αφοπλιστική λιτότητα η δύναμη της οποίας είναι ικανή να δημιουργήσει σεκάνς που θα μείνουν καρφωμένες στο μυαλό μας όσα χρόνια κι αν περάσουν, σαν ένα αθάνατο κεφάλαιο της Βίβλου του ευρωπαϊκού (και όχι μόνο) σινεμά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το θρυλικό πλέον πλάνο του «Nique La Police» (Γαμιέται η Αστυνομία), μιξαρισμένου με Εντίτ Πιάφ (!) από τον προπάτορα της γαλλικής hip-hop Cut Killer, σε ένα tracking shot – κινηματογραφική ιστορία. Αυτό ήταν και είναι το Παρίσι. Μακριά από ρομαντισμούς, πύργους του Άιφελ κι ατάκες για την «Πόλη του Φωτός». Ένα καζάνι που βράζει, ένα απέραντο αστικό τοπίο γεμάτο banlieues, μέρη όχι αρκετά όμορφα για τις σημερινές κάμερες του Instagram, αλλά με πραγματικούς ανθρώπους, αληθινά προβλήματα, σκέψεις για το μέλλον, την επόμενη μέρα που δεν ξέρεις πού και πώς θα σε βρει, ζωντανό ή μη.
Αυτή είναι η Γαλλία του «Μίσους», εκεί όπου σε ένα σαρδόνιο παιχνίδι πάνω στην ιστορία του προλόγου, δεν έχει τόσο σημασία η προσγείωση, αλλά η πτώση που συνεχίζεται επί δεκαετίες κι αφορά μόνο συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι μία ταινία που, δυστυχώς, παραμένει επίκαιρη, 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία της. Και φαίνεται πως θα συνεχίσει να είναι για το άμεσο μέλλον…