FreeCinema

Follow us

Η ΤΕΛΕΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ (2013)

(LA GRANDE BELLEZZA)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο Σορεντίνο
  • ΚΑΣΤ: Τόνι Σερβίλο, Σαμπρίνα Φερίλι, Κάρλο Βερντόνε, Κάρλο Μπουτσιρόσο, Ιάια Φόρτε
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 142’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Συγγραφέας της μιας επιτυχίας και, πλέον, media celebrity που βολοδέρνει στα κοσμικά parties της σημερινής Ρώμης, αναζητά την «τέλεια ομορφιά» της έμπνευσης, των συναισθημάτων, της ζωής.

Όπως συνέβη και με την προηγούμενη ταινία τού Σορεντίνο («Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου»), η αντοχή μου έφτασε τα όριά της πριν το φινάλε! Εάν δεν ήταν επαγγελματική η υποχρέωση, ούτε και την «Τέλεια Ομορφιά» θα ήθελα να δω ολόκληρη. Το φιλμ το ολοκλήρωσα σε… δύο μέρη, δε γινόταν διαφορετικά. Όχι εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας, όμως. Βλέπεις, το βασικό ελάττωμα ετούτης εδώ της ταινίας δεν είναι κάποια μορφή πλήξης, αλλά το ότι… δεν έχει να πει απολύτως τίποτα. Ή λέει πάρα πολλά για το απόλυτο τίποτα! Σοβαρό το πρόβλημα και στις δύο περιπτώσεις.

Μετά το τέλος, προσπαθούσα να καταλάβω γιατί η «Τέλεια Ομορφιά» διαρκούσε 142 λεπτά. Θα μπορούσε να είναι μια μικρού μήκους ταινία και να «λέει» τα ίδια ακριβώς πράγματα. Θα μπορούσε να είναι και ένα εξάωρο «έπος», αλλά και πάλι… θα «έλεγε» τα ίδια πράγματα. Καταλαβαίνεις πού το πάω; Το φιλμ δεν έχει σενάριο. Είναι ένας περίπατος – διαφημιστικής αισθητικής – μέσα στο παρωχημένο lifestyle τής γείτονος, που δεν απέχει πολύ από τα δικά μας πρότυπα εδώ και δύο δεκαετίες, τουλάχιστον. Κοσμικά parties, μόνιμες «γλάστρες» οι οποίες πρωταγωνιστούν σε αυτά, extravagant προκλήσεις, καλλιτεχνικοί μαϊντανοί, νεαρές starlets και θύματα του botox, απομεινάρια της Μαφίας ή της αριστοκρατίας, αδηφάγα media και κάτι λογοτεχνίζουσες «προσωπικότητες» που μπαίνουν παντού ως μπαλαντέρ και άλλοθι ποιότητας, ακριβώς όπως συμβαίνει με τον κεντρικό ήρωα, τον Τζεπ Γκαμπαρντέλα.

Ο Τζεπ έχει γράψει ένα βιβλίο, έχει «κάνει την καλή», έχει εισχωρήσει σε αυτόν τον κόσμο και εξαργυρώνει επί σειρά ετών το πνεύμα που τους πούλησε με ένα μέρος από τη χλιδή τής upper class νυχτερινής Ρώμης. Ως σκιαγράφηση, κουβαλάει μέσα του όλα τα κλισέ τού μοναχικού, σε αδιέξοδο, τραυματισμένου στην καρδιά χαρακτήρα, με ένα «μυστικό» από το παρελθόν που τον έχει βυθίσει στην απόλυτη απάθεια. Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, «το ψάχνει», το αποκαλεί «τέλεια ομορφιά» και αν δεν το βρει, δε θα ζήσει ποτέ ξανά τη γαλήνη ή δε θα ξαναβρεί τη μούσα του. Επόμενο party…

Η μεγαλομανία του Σορεντίνο είναι ορατή από τα πρώτα πλάνα, μέσα από μια (μάλλον άκυρη) οπερετική εισαγωγή, με το θάνατο ενός Ιάπωνα τουρίστα. Συνεχή cut, πήγαιν’ έλα γερανών και Steadicam, η αίσθηση ότι παρακολουθείς ένα τεράστιο διαφημιστικό promo, αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι ποιο είναι το «προϊόν»… Κάπως έτσι, φαντασμαγορική και ακόμη πιο φασαριόζικη είναι η σκηνή τού πρώτου party η οποία ακολουθεί και, 12 λεπτά αργότερα, σου επιδεικνύει και τον τίτλο του φιλμ, δίπλα σε μια τεράστια επιγραφή τού Martini (εδώ, τουλάχιστον, ξέρεις τι «ψώνισες»). Επόμενο party…

Δεν αργείς να καταλάβεις ποιες είναι οι… θρασύτατες προθέσεις τού Σορεντίνο με την «Τέλεια Ομορφιά»: ονειρεύεται – ή, ακόμη χειρότερα, νομίζει πως κάνει – τη «Dolce Vita» των zeroes! Ναι, κι εκείνο το φελινικό αριστούργημα για το υπαρξιακό κενό μιας κοινωνίας μιλούσε και έσταζε πικρία μηδενισμού δίχως λυτρωμό για το χαρακτήρα τού Μαρτσέλο Ρουμπίνι. Στα 1960, όμως, υπήρχε ένα κάποιο νόημα, μερικές αλήθειες, μια «φαντασμαγορία» ακόμη και στην παρακμή τού όλου μωσαϊκού σεκάνς και ανθρώπων, που στροβιλίζονταν γύρω από τη γοητευτική (και εκμεταλλεύσιμη) φιγούρα τού Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Σήμερα, τι; Η αντιγραφή σε πιο φαντεζί τετραχρωμία, για μια γενιά δίχως μνήμη, επίπεδο και μόρφωση; Με κάθε αναφορά στο κλασικό έργο του παρελθόντος να φαντάζει ανυπόφορα προκάτ (ειδικά τα ψήγματα φοβίας προς τον καθολικισμό); Πόσα… επόμενα parties χρειάζονται για να νιώσεις την αδιαφορία τού λαϊκισμού που ντύνει με κομψό περιτύλιγμα τσιτάτων και εικόνων ο Σορεντίνο;

Μόνος κερδισμένος η Αιώνια Πόλη, που καλεί τους τουρίστες να γνωρίσουν αξιοθέατα, να ονειρευτούν πως υπάρχουν βεράντες με θέα – πιάτο το Κολοσσαίο, κλειδιά τα οποία ανοίγουν κάθε πόρτα που πίσω της κρύβει μνημεία και έργα τέχνης, stars του σινεμά (όπως η Φανί Αρντάν) που βολτάρουν μόνοι τις νύχτες… Μόνο τουρισμός. Δίχως ψυχή. Και κάτι ψηφιακά φλαμίνγκο! Που πετάνε. Και φεύγουν. Ας άνοιγαν, έστω, το ράμφος τους κι ας μας έλεγαν κάτι γι’ αυτή την «τέλεια ομορφιά». Θα ήταν μια καλοδεχούμενη, σουρεάλ «λύση» σε όλο αυτό το μαρτύριο.

Είναι πολύ εύκολο να παρομοιάσεις την «Τέλεια Ομορφιά» του Σορεντίνο με τη «Γλυκιά Ζωή» του Φελίνι. Για την ακρίβεια, ίσως είναι και το αυτονόητο, καθώς ο Σορεντίνο ουσιαστικά δημιουργεί με το φιλμ του τον καθρέφτη εκείνης της κλασικής ταινίας. Η Ρώμη είναι και στα δύο η σίγουρη πρωταγωνίστρια, όμως, η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Σορεντίνο κινηματογραφεί μια παρηκμασμένη πόλη, δέσμια του ένδοξου παρελθόντος της και η οποία αγνοεί τυφλά την πτώση της. Η «τέλεια ομορφιά» τής πόλης μπορεί μεν να είναι ικανή να προκαλέσει το σταμάτημα των χτύπων τής καρδιάς ενός Ιάπωνα τουρίστα (στην αρχή της ταινίας) αλλά μπορεί με την ίδια ευκολία να δημιουργήσει και την υπαρξιακή κρίση του Τζεπ Γκαμπαρντέλα. Ας αφήσουμε στην άκρη, λοιπόν, τη νοσταλγία του Φελίνι.

Συνεχίζοντας τις συγκρίσεις, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ταινία είναι και το παραμορφωμένο είδωλο αυτού που επεδίωξε να κάνει ο Γούντι Άλεν με τα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» του. Και στις δύο περιπτώσεις, η ίδια η προσωπικότητα της πόλης είναι εκείνη που γεμίζει και τραβάει την προσοχή σε κάθε καρέ με τη λάμψη και το σκοτάδι της. Εκεί, όμως, που η ταινία τού Άλεν ρίχνει σε όλα τα πράγματα τη χρυσόσκονη της νοσταλγίας, ο Σορεντίνο κατηγορεί αυτή τη νοσταλγία για τη νωθρότητα του παρόντος. Η πόλη και οι κάτοικοί της δεν είναι παρά ένα φάντασμα του παρελθόντος της, μιλώντας για τα πάντα χωρίς να λένε ουσιαστικά τίποτα.

Ο Τόνι Σερβίλο είναι ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, συγγραφέας ενός και μόνο βιβλίου, γνωστός bon viveur και θαμώνας ξέφρενων parties, τον οποίο γνωρίζουμε την ημέρα των 65ων γενεθλίων του. Μέλος κι αυτός ενός υποκριτικού κύκλου που επιδίδεται σε ψευτοφιλοσοφικές συζητήσεις με ένα ποτό στο χέρι, μανιώδεις χορευτικές φιγούρες και «τρενάκια» με τα απομεινάρια των party animals που προσπαθούν να διατηρήσουν τη χαμένη αίγλη, αποφασίζει ότι ίσως έφτασε η στιγμή να έρθει αντιμέτωπος με την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων.

Στα 140 λεπτά που ακολουθούν, ο Σορεντίνο αντιστρέφει τις τακτικές των πρωταγωνιστών του και φαίνεται σα να μην λέει τίποτα ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να μιλάει για τα πάντα. Μέσα σε σχεδόν δυόμισι ώρες, ο Γκαμπαρντέλα θα περιπλανηθεί σε όλες τις γωνιές της Ρώμης, θα συναντήσει παλιούς φίλους, θα έρθει κοντά με μια ώριμη stripper που στα 42 της δε λέει να απαγκιστρωθεί κι εκείνη από το παρελθόν της, θα γνωρίσει τον μελλοντικό (σύμφωνα με τις φήμες) Πάπα και μια σύγχρονη Μητέρα Τερέζα, που θα τον ρωτήσει την πιο κρίσιμη ερώτηση της ζωής του ή θα συναντήσει τη Φανί Αρντάν στα στενά της Ρώμης, σε ένα φρέσκο cameo που λειτουργεί άψογα μέσα στην ατμόσφαιρα της πόλης. Και θα αναγκαστεί να παραστεί σε περισσότερες από μία κηδείες. Ίσως η ταινία είναι μισή ώρα μεγαλύτερη από όσο θα χρειαζόταν πραγματικά, όμως, η φλυαρία είναι τελικά ανώδυνη (ίσως και επιβεβλημένη), καθώς, κατά μία έννοια, είναι ενδημική τής ίδιας τής φύσης τού σκηνοθέτη και των συντελεστών, ακόμα ένα ελάττωμα που συμπληρώνει την εικόνα τής τέλειας (ή και όχι) ομορφιάς.

Σε όλα αυτά, ο Τόνι Σερβίλο δίνει τον καλύτερό του εαυτό, ξεφεύγει από μανιέρες ή καρτουνίστικες εκφράσεις και δημιουργεί έναν απτό, αληθινό χαρακτήρα που προσωποποιεί ολόκληρη τη Ρώμη και την τωρινή της κατάσταση. Ο σκηνοθετικός φακός γίνεται το ίδιο το βλέμμα του και όλο το βάρος τού παρελθόντος τού ήρωα γίνεται φανερό μέσα από τα συνεχώς κινούμενα πλάνα και τη διάχυτη θλίψη, παρά τη λάμψη. Δε θα χρειαζόταν να έχει καν όνομα, καθώς αυτό που προσωποποιεί ξεφεύγει από τον συγκεκριμένο χαρακτήρα ενός και μόνο ανθρώπου.

Με πανοραμικά, κινούμενα πλάνα και οπερετικές μελωδίες που προσδίδουν στη Ρώμη μια φαντασιακή υπόσταση πόλης χαμένης στο χρόνο (σχεδόν όπως ο Αλέν Ρενέ κινηματογραφούσε με λεπτομέρεια το άχρονο παλάτι του στο «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ»), ο Σορεντίνο δεν μπορεί παρά να φανερώσει την αντικειμενική γοητεία της πόλης στον τρόπο που την κινηματογραφεί. Γοητεία, όμως, που τη γεμίζει με πίκρα όταν ο Γκαμπαρντέλα ομολογεί: «Αυτά τα τρενάκια των parties είναι τα πιο αγαπημένα μου σε όλη την πόλη επειδή δεν οδηγούν πουθενά…». Ο Σορεντίνο, εξάλλου, δεν αποποιείται την κωμική πλευρά τής κατάστασης. Τη λούζει, όμως, μέσα σε τέτοια θλίψη που το γέλιο δεν είναι μονόδρομος.

Η «Τέλεια Ομορφιά» κλείνει με τα end credits να πέφτουν πάνω σε μια πλωτή περιπλάνηση στη Ρώμη, ένδειξη ότι ίσως το μέλλον επαναφέρει στην Αιώνια Πόλη τη χαμένη αίγλη. Το τοπίο παραμένει πανέμορφο. Το μόνο που απομένει είναι, τελικά, το τρένο να βρει τον προορισμό του. Το τι θα μεταφέρει, βέβαια, σε εκείνον τον προορισμό είναι μία συζήτηση διαφορετική μέσα στο μυαλό του κάθε θεατή. Και αυτή είναι η πραγματική δύναμη της ταινίας.


MORE REVIEWS

AZRAEL

Χρόνια μετά την «Αναρπαγή των Πιστών», η Άζραελ, μέλος θρησκόληπτης αίρεσης που ζει μακριά από τον πολιτισμό κι έχει απαρνηθεί την ομιλία, προσπαθεί να φυγαδευτεί μαζί με τον αγαπημένο της έξω από το δάσος που τους κρατά «αιχμάλωτους», μα συλλαμβάνεται και προσφέρεται ως ανθρωποθυσία σε δαιμονικά humanoid που προσελκύονται από το αίμα.

EMILIA PÉREZ

Αρχηγός μεξικάνικου cartel ναρκωτικών που νιώθει την επιθυμία ν’ αλλάξει φύλο, το χρησιμοποιεί ως το τέλειο άλλοθι για να εξαφανιστεί με ασφάλεια από προσώπου γης! Μία ικανότατη δικηγόρος αναλαμβάνει τα διαδικαστικά και τη φυγάδευση της οικογένειάς του στην Ευρώπη, όμως, το παρελθόν δεν θα τους αφήσει να ησυχάσουν ποτέ.

ΟΖΙ: Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Μικρός θηλυκός ουρακοτάγκος γίνεται… influencer των μέσων κοινωνικών δικτύωσης, στοχεύοντας ν’ αφυπνίσει το κοινό έναντι της για οικονομικούς λόγους ανεξέλεγκτης καταστροφή των δασών.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΤΟ ΚΕΛΑΡΙ

Μετά από μία τραυματική αποβολή εμβρύου, η Σέρα προτείνει στον σύζυγό της να κάνουν μια καινούργια αρχή σ’ ένα σπίτι έξω από το κέντρο της πόλης. Ο ιδιοκτήτης μιας ξεχωριστής έπαυλης θα τους κάνει μία εξωπραγματική πρόταση: να τους την παραδώσει και να γίνει το σπίτι των ονείρων τους, υπό την προϋπόθεση να μην ανοίξουν ποτέ την πόρτα του κελαριού!

BLACK DOG

Άρτι αποφυλακισθείς άνδρας επιστρέφει στη μεθοριακή γενέτειρά του, στις παρυφές της ερήμου Γκόμπι. Πιάνοντας δουλειά σε περίπολο επιφορτισμένη με την απαλλαγή της πόλης από τα δεκάδες αδέσποτα σκυλιά της, δένεται με ισχυρούς δεσμούς φιλίας με ένα εξ αυτών.