ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ: Η ΟΔΥΝΗ (2018)
(LA DOULEUR)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εμανουέλ Φινκιέλ
- ΚΑΣΤ: Μελανί Τιερί, Μπενουά Μαζιμέλ, Μπενζαμάν Μπιολέ, Εμανουέλ Μπουρντιό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι του 1944 η νεαρή συγγραφέας και μέλος της Αντίστασης Μαργκερίτ Ντυράς υπομένει «οδυνηρά» την επιστροφή του επίσης συγγραφέα και κομμουνιστή συζύγου της, Ρομπέρ Αντέλμ, μετά τη σύλληψη και την απέλασή του από τις δυνάμεις κατοχής.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια κάθε ταινία που τοποθετείται χρονικά στην πολύπαθη περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει (για κάποιον μυστηριώδη λόγο) τον δρόμο της προς τις ελληνικές αίθουσες, ήταν αναμενόμενο πως το νέο φιλμ του πολλά «βαρύ» Εμανουέλ Φινκιέλ, «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη» θα προγραμματιζόταν για μια κάποια έξοδο στα εγχώρια εδάφη, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως η κυκλοφορία του ταυτόχρονα με τη συνέχεια των «Εκδικητών» αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια… προεξοφλημένη εισπρακτική «ταφόπλακα». Φυσικά, θα μου πεις πως τα κοινά των συγκεκριμένων δύο ταινιών είναι εκ διαμέτρου αντίθετα, συνεπώς οι όποιες συγκρίσεις θέασης ίσως μοιάζουν κάπως άδικες, εντούτοις υπάρχει και μια άλλη διάσταση που (εν προκειμένω) λειτουργεί υπέρ εκείνης του Φινκιέλ, μιας που – για να λέμε τα πράγματα όπως είναι – ο αναμενόμενος Marvel-οπανζουρλισμός αναμένεται να ισοπεδώσει με συνοπτικές διαδικασίες τις λοιπές νέες εξόδους τούτης της εβδομάδας, κάτι που το λες μάλλον…θετικό (!), αφού «Η Οδύνη» θα «πάει» (τουλάχιστον) από superheroes και όχι από το ίδιο το προβληματικό της υλικό.
Με τη Γαλλία να τελεί υπό γερμανική κατοχή, η Ντυράς (Τιερί), διάσημη συγγραφέας και ένθερμη υποστηρίκτρια της Αντίστασης, περιμένει στωικά την επιστροφή του διανοούμενου συζύγου της, Ρομπέρ (Μπουρντιό), ο οποίος έχει συλληφθεί και απελαθεί μετά την κατάδοσή του από κοντινό μέλος των αντιστασιακών. Σε μια προσπάθεια να ενημερώνεται διαρκώς για το πού βρίσκεται ανά πάσα στιγμή ο άντρας της, η Μαργκερίτ θα προσεγγίσει τον Ραμπιέ (Μαζιμέλ), έναν συνεργάτη των Ναζί ο οποίος μοιάζει να τρέφει κάτι περισσότερο από απλή συμπάθεια για την ίδια, εκμεταλλευόμενη έτσι τη θέση του προκειμένου να μοιράζεται πληροφορίες των Γερμανών με τους συντρόφους επαναστάτες. Τα χρόνια, όμως, περνούν και η επιστροφή του Ρομπέρ μοιάζει όλο και πιο μακρινή. Διχασμένη, πλέον, μεταξύ της θύμησης ενός απόντα συζύγου και μιας επιτακτικά μοναχικής, αβάσταχτης καθημερινότητας, η Μαργκερίτ θα δει την πίστη και την υπομονή της να δοκιμάζονται μαζί με όλες εκείνες τις αρχές που θεωρούσε βαθιά παγιωμένες μέσα της.
Βασισμένο στο βιβλίο της Ντυράς με τίτλο «La Douleur», ένα συνονθύλευμα ημερολογιακών καταγραφών από εμπειρίες προσωπικές, όπως η ίδια τις βίωσε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου, το φιλμ του Φινκιέλ απευθύνεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα σε «γνώστες του αντικειμένου», από την άποψη πως αποτελεί μια εξαντλητική κινηματογραφική μεταφορά, μιας εξίσου (αν όχι και περισσότερο) εξαντλητικής προσμονής ενός άντρα πίσω στη συζυγική του εστία, εν μέσω μιας εκ των πιο μελανών σελίδων της Ιστορίας. Υπό αυτή την έννοια, η ταινία πετυχαίνει διάνα, μεταβιβάζοντας το έντονα φορτισμένο συγκινησιακό φορτίο της ηρωίδας του απευθείας στον θεατή, που για δύο και πλέον ώρες καλείται να μπει στη θέση τής Ντυράς, προκειμένου να βιώσει στο πετσί του το αίσθημα τούτο της «αιώνιας» αναμονής. Κατά τα άλλα, «Η Οδύνη» είναι μια τρομερά «οδυνηρή» ταινία (ερχόταν από μακριά αυτό), κυρίως επειδή το ενδιαφέρον αναφορικά με αυτούς που μένουν πίσω δεν ξεφεύγει ποτέ από το αυστηρό πλαίσιο μιας αέναης σειράς «καπνισμένων» συζητήσεων και μάταιων αναζητήσεων, που εννοείται ότι στην πραγματικότητα υπήρξαν αμφότερα απείρως πιο βασανιστικά και φλέγοντα για όλους τους εμπλεκομένους, απ’ όσο τουλάχιστον παρουσιάζεται σε αυτό εδώ το «σινεφιλικό» βιογράφημα.
Δεν είναι όλα τα λογοτεχνικά έργα κατάλληλα για μεταφορά στη μεγάλη οθόνη, πόσω μάλλον έργα τα οποία βασίζονται στο σύνολό τους στις ψυχικές διεργασίες και την εσωτερικότητα του εκάστοτε χαρακτήρα. «Η Οδύνη» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ταινίας που δύσκολα μπορεί να καταστεί ενδιαφέρουσα γι’ αυτόν που την παρακολουθεί, όχι επειδή δεν είναι καλογυρισμένη ή δεν έχει αναπαραστήσει με πιστότητα την εποχή της, αλλά επειδή το μεγαλύτερο μέρος αυτής εξαντλείται γύρω από την ανάδειξη του ψυχισμού του κεντρικού προσώπου και όλων όσων συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή μέσα στο μυαλό του. Σαφέστατα και οι ερμηνείες που θα δεις εδώ είναι αξιοπρεπείς, αν και η Τιερί στον ομότιτλο ρόλο μοιάζει κάπως άκαμπτη και σκληρή, απόρροια ενδεχομένως της βάσης του σεναριακού υλικού η οποία δύσκολα προσαρμόζεται κατάλληλα για το σινεμά. Βεβαίως, ο Φινκιέλ επιχειρεί να… ξορκίσει τη «λογοτεχνικότητα» που συνοδεύει τα γραπτά της Ντυράς με μια πιο art-house και ανά στιγμές avant-garde προσέγγιση, σκηνοθετώντας το καστ του και δη την πρωταγωνίστριά του άλλοτε υπό μη συμβατικές γωνίες λήψης και σε μισοσκόταδα και άλλοτε πίσω από χρωματικά φίλτρα ή παραμορφωτικούς φακούς, σε μια κάπως απέλπιδα (τελικά) προσπάθεια εξωτερίκευσης των βαθύτερων σκέψεων και συναισθημάτων του χαρακτήρα της Ντυράς.