Η ΚΟΥΖΙΝΑ (2024)
(LA COCINA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλόνσο Ρουϊσπαλάσιος
- ΚΑΣΤ: Ραούλ Μπριόνες, Ρούνεϊ Μάρα, Άννα Ντίαζ, Εντουάρντο Όλμος, Οντέντ Φερ, Τζέιμς Γουότερστον, Μότελ Φόστερ, Λι Σέλαρς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 139'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Μία ημέρα στην κουζίνα ενός casual restaurant της Νέας Υόρκης.
Φανταστείτε τον Ρόμπερτ Άλτμαν να παθαίνει αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο στο πνεύμα των Τζιμ Τζάρμους και Σπάικ Λι, και να μπουκάρει σε κουζίνα νεοϋορκέζικου εστιατορίου εξερευνώντας τις σχέσεις των εργαζομένων του, με πρόφαση μία κλοπή και μία εγκυμοσύνη. Με το σύνηθες πολυπληθές καστ των ταινιών του, με δάνεια από δημοφιλή μαγειρικά series της τηλεόρασης (λέγε με και «The Bear»), με άγνωστα (πλην ενός) ονόματα ηθοποιών και με ασπρόμαυρη φωτογραφία. Εν συντομία, κάπως έτσι μπορεί να περιγράψουμε τη θεατρικών καταβολών (από έργο του Άγγλου συγγραφέα Άρνολντ Γουέσκερ) «Κουζίνα» του Μεξικανού auteur Αλόνσο Ρουϊσπαλάσιος.
Οι θολές, διακεκομμένες εικόνες του metro της Νέας Υόρκης των μέσων τη δεκαετίας του ‘90, σε συνδυασμό με το ασυνάρτητο λογύδριο ενός άστεγου μαύρου, ο οποίος αναλύει με σουρεάλ ακατάληπτο τρόπο το νόημα που κρύβεται πίσω από την Times Square, προμηνύουν για κάτι περισσότερο… δήθεν από ουσιαστικό. Τούτη η ανησυχία διαλύεται άπαξ της στιγμής που η κάμερα του Ρουϊσπαλάσιος μπαίνει (ακολουθώντας νεαρή Μεξικάνα, η οποία δίχως να μιλά λέξη αγγλικά και αναζητώντας εργασία) μέσα στο «The Grill», ένα καθημερινό restaurant εύκολου και γρήγορου φαγητού για τους «ηλίθιους τουρίστες» που περιηγούνται στα αξιοθέατα του Broadway.
Το «βύσμα» της φτωχής Εστρέλα ώστε να πάρει τη δουλειά είναι ο συμπατριώτης της μάγειρας Πέδρο, ένας ευέξαπτος όσο και παθιασμένος (με τα πάντα!) Μεξικανός, ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Αμερικανίδα σερβιτόρα Τζούλια. Η απόφαση της τελευταίας να προχωρήσει σε έκτρωση, παρά την περί του αντιθέτου επιθυμία του Πέδρο, τα οκτακόσια δολάρια που λείπουν από ένα εκ των ταμείων του εστιατορίου και η σχετική έρευνα αναζήτησης του ενόχου που μάλλον απρόθυμα διεξάγει ο υπεύθυνος προσωπικού (ακολουθώντας τις ρητές εντολές του αυστηρού ιδιοκτήτη), φτιάχνουν το γενικό πλαίσιο του στόρι. Ένας μόνιμα θυμωμένος chef, ένας φιλοσοφημένος ζαχαροπλάστης, ένας ευθυνόφοβος λογιστής, ένας ρατσιστής μάγειρας κι ένα πλήθος από κάθε λογής Λατίνους και Αφρικανούς υπαλλήλους της κουζίνας του «Grill» συνθέτουν το πλήρες «menu» του εστιατορίου.
Λειτουργώντας ως μικρόκοσμος του αμερικανικού ονείρου και ειδικότερα της πόλης της Νέας Υόρκης ως χωνευτήρι των λαών, η «Κουζίνα» διαθέτει άφθονο στυλ, ψαγμένους διαλόγους (διανθισμένους ενίοτε με βρώμικο χιούμορ), συνεχή ένταση που κάνει το εσωτερικό του «Grill» να μοιάζει όχι με χώρο εστίασης αλλά… με πεδίο μάχης, αλλά και μακρόσυρτα πλάνα εν είδει επίδειξης σκηνοθετικής virtuosité (λέγε με Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου), καθώς και αχρείαστη σε κάποιες στιγμές πολυλογία υπό μορφή (κυρίως) μονολόγων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την απουσία κεντρικού στόρι, συνθέτουν ένα πιάτο που αν και η γεύση που σου αφήνει δε σε χαλάει καθόλου, κάπου αντιλαμβάνεσαι πως είναι παραφορτωμένο. Ναι μεν ο Ρουϊσπαλάσιος χειρίζεται άψογα το χάος μιας κουζίνας εστιατορίου εν ώρα αιχμής (δίχως ν’ αποφεύγει κάποιες υπερβολές, όπως με τη σεκάνς της πλημμύρας), εν τούτοις, όταν επιχειρεί για μερικά λεπτά της ώρας να βγει (χάριν ίσως ποικιλίας) εκτός αυτής, εκείνο που καταφέρνει να δείξει είναι πως… κάτι τέτοιο δεν χρειαζόταν απαραίτητα.
Το εθνοτικό και γλωσσικό κουβάρι που ξετυλίγεται στον λαβύρινθο της «Κουζίνας» αναδιατυπώνει το αμερικανικό όνειρο υπό μορφή ενός χαώδους εφιάλτη, εκφράζοντας παράλληλα μία δυσπιστία για τα όνειρα και την εκπλήρωση των επιθυμιών. Η παγίδευση σ’ έναν χώρο απ’ όπου δεν υπάρχει διαφυγή, καθώς η πολυπόθητη πράσινη κάρτα παραμένει συνεχώς μια άπιαστη υπόσχεση, δίνει στο «The Grill» την αλληγορική διάσταση ολόκληρου του «χαλασμένου» και… ασπρόμαυρου αμερικανικού ονείρου. Εκτός από τη στιγμή εκείνη όπου η επιθυμία γίνεται πραγματικότητα, δίνοντας ένα ελάχιστο (έστω) χρώμα στην άχαρη καθημερινότητα. Μέχρι την ώρα που η επόμενη παραγγελία θα σε ξυπνήσει από το «όνειρο», επαναφέροντάς σε άδοξα στο χάος των διαδρόμων της «Κουζίνας».