Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (2018)
(LA CHUTE DE L'EMPIRE AMÉRICAIN)
- ΕΙΔΟΣ: Σατιρικό Δράμα Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντενί Αρκάν
- ΚΑΣΤ: Αλεξάντρ Λαντρί, Ρεμί Ζιράρ, Μαριπιέ Μορέν, Πιερ Κουρζί, Μαξίμ Ρουά, Λουί Μορισέτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Μπατίρης μεταφορέας, αυτόπτης μάρτυρας σε ληστεία που πάει στραβά, αποφασίζει να κρατήσει για πάρτη του δύο σάκους με ζεστό χρήμα που πέφτουν μπροστά του. Πολλοί γυρεύουν αυτό που έχει στην κατοχή του, με πρώτη και καλύτερη την αστυνομία. Εκείνος μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι και πονηρός. Κοτζάμ πτυχία φιλοσοφικής διαθέτει, δεν θα μπορέσει να τη σκαπουλάρει με κάτι ψωροεκατομμύρια ντόλαρς;
Μπορεί ο τίτλος της ταινίας με την οποία επιστρέφει στη δράση ο Καναδός σκηνοθέτης Ντενί Αρκάν, να παραπέμπει στην «Παρακμή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986), έργο χάρη στο οποίο ο ίδιος απέκτησε φήμη στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ουδεμία όμως σεναριακή σχέση έχει με εκείνο. Αποτελεί ένα κλείσιμο μιας άτυπης εν πολλοίς τριλογίας, το δεύτερο μόνο μέρος της οποίας, «Η Επέλαση των Βαρβάρων» (2003), αποτελούσε αληθινό sequel του προαναφερθέντος (κερδίζοντας μάλιστα και το ξενόγλωσσο βραβείο Όσκαρ τότε). Τούτο μοιράζεται μεν την ίδια σατιρική ματιά των προηγούμενων, ο συνδυασμός όμως του χαλαρού αστυνομικού θρίλερ με την κυνική κριτική στον κόσμο του οικονομικού εγκλήματος ασθμαίνει μέσα στην απλοϊκότητά του.
Το έναυσμα της υπόθεσης δίνεται με έναν χωρισμό. Ο Πιερ-Πολ εξηγεί στη σύντροφό του, μέσω διάφορων δήθεν έξυπνων τσιτάτων, την κοσμοθεωρία του περί εξυπνάδας και ηλιθιότητας, καταλήγοντας πως μόνον ο ηλίθιος μπορεί να πετύχει τη σήμερον ημέρα. Ο ίδιος θεωρεί πως είναι πανέξυπνος, πλην όμως ως κάτοχος μεταπτυχιακού στη Φιλοσοφία δεν έχει δει προκοπή, παρά μόνον τη θέση τού… οδηγού σε εταιρεία ταχυμεταφορών. Η ευγενική Λιντά τον παρατάει αμέσως μην αντέχοντας τη φιλαρέσκειά του, με τον ίδιο να πιάνει το τιμόνι για να επιτελέσει το έργο του. Είναι τότε ακριβώς που η τύχη τού χαμογελά, αφού πέφτοντας πάνω σε ένοπλη ληστεία καταλήγει να καρπωθεί τη λεία της. Ξεχνώντας προς στιγμήν το κοινωνικό πρόσωπο που επιδεικνύει βοηθώντας σταθερά οργανώσεις αστέγων, το πρώτο πράγμα που κάνει έχοντας τον παρά στην τσέπη είναι να ξεδώσει, καλώντας σπίτι του πόρνη πολυτελείας, το καλλιτεχνικό όνομα της οποίας («Ασπασία») του γυαλίζει στο μάτι λόγω σπουδών και φιλοσοφικού πάθους.
Αφού της πετάξει δύο ρήσεις του Σωκράτη και άλλες τόσες του Πλάτωνα, ανακαλύπτει πως έχει πολλά κοινά με αυτήν, με πρώτο απ’ όλα την αγάπη για το εύκολο κέρδος. Πλευρίζουν άρτι αποφυλακισθέντα «μάγο» του οικονομικού εγκλήματος αναζητώντας συμβουλές περί σωστού ξεπλύματος, φέρνοντας σταδιακά εντός της όμορφης παρέας τους πρώην πελάτη της πόρνης-με-τη-χρυσή-καρδιά, ο οποίος τυγχάνει να είναι διευθυντικό στέλεχος σε «σκοτεινή» πλην όμως κυριλέ εταιρεία επενδύσεων, ιδρυτές της οποίας είναι μεταξύ άλλων πρώην μέλη της καναδικής Κυβέρνησης! Τούτο το καρέ του άσσου θα πρέπει να βρει τρόπους ώστε να κρατηθεί ένα βήμα μπροστά τόσο από τους σκληρούς γκάνγκστερ που ψάχνουν τα χαμένα λεφτά τους, όσο και από το δαιμόνιο ζεύγος αστυνομικών ντετέκτιβ που έχει βαλθεί να διαλευκάνει την υπόθεση.
Ο Αρκάν βάζει τους ήρωές τους να λένε πολλά (μα, πάρα πολλά), έχοντας σαν στόχο να σατιρίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση της σύγχρονης οικονομίας, μαζί με την ανηθικότητα και την υποκρισία που κρύβεται πίσω από τον μεγάλο πλούτο. Σε κάποιες στιγμές το πετυχαίνει, όπως όταν υπό τον μανδύα της φιλανθρωπίας ακολουθεί μέσω Skype τη διαδρομή ξεπλύματος εκατομμυρίων δολαρίων σε διάφορα εξωτικά ανά τον κόσμο μέρη. Όταν, όμως, παύει να είναι σατιρικός ως προς το σύστημα, οφείλοντας να δώσει πειστικές εξηγήσεις για την αστυνομικού τύπου πλοκή που υπάρχει σε δεύτερο πλάνο, σερβίρει ένα νερόβραστο πιάτο γεμάτο ανεπίτρεπτες σεναριακές τρύπες. Οι σκληροί γκάνγκστερ που βασανίζουν κόσμο για πλάκα δεν μπορούν να ανακαλύψουν τα ίχνη ενός άβγαλτου τύπου που έτυχε να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος ώρα (ή στο σωστό μέρος τη σωστή ώρα, αναλόγως την οπτική ματιά), ενώ η αστυνομία με τις κάμερες και τις παρακολουθήσεις χάνει πάντα τις σημαντικές στιγμές που θα μπορούσαν να φέρουν αυτοστιγμεί τη λύση του μυστηρίου, όπως το ξεθάψιμο (μέρα μεσημέρι!) των δύο τιγκαρισμένων στο χρήμα σάκων από νεκροταφείο.
Ο χαρακτήρας της πανέμορφης ευτυχισμένης πόρνης έχει βγει κατευθείαν από τον κόσμο του παραμυθιού, ο δε ακκισμός του κεντρικού ήρωα Πιερ-Πολ καθώς αγορεύει περί παντός επιστητού, τσιτάροντας από Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν μέχρι Μάρκο Αυρήλιο, περισσότερο έναν εκνευρισμό του τύπου «μας τα έπρηξες» φέρνει, παρά συμπάθεια απορρέουσα από τη φυσική naiveté του χαρακτήρα του. Η συμπονετική για τον φτωχό συνάνθρωπο πτυχή της προσωπικότητάς του μένει ανεκμετάλλευτη στο φιλμ, εμφανιζόμενη ενίοτε όχι ως αλτρουιστική αλλά περισσότερο ως ματαιόδοξη. Προσπαθεί σε κάποιες στιγμές ο Αρκάν να εντάξει στην αφήγησή του το παγκόσμιο πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας μέσω των εκατοντάδων αστέγων του Μόντρεαλ, το κάνει όμως εντελώς άτσαλα καταλήγοντας στο φινάλε σε έναν αφόρητο διδακτισμό που ουδέν σημείο επαφής με τη σάτιρα των όσων έχουν προηγηθεί κρύβει. Εάν θέλετε κυνισμό, οικονομικό έγκλημα, παγκοσμιοποίηση και χιούμορ που να τσακίζει κόκαλα, ένα ήταν «Το Μεγάλο Σορτάρισμα» (2015) και άλλο σαν κι αυτό (εκ του αποτελέσματος) δεν έχει.